ἔκαμες ἅπαξ τὴν ἀνοησίαν, ὅ,τι ἔγινε ἔγινε… ὑπομονή!.. ὅλα διορθόνονται ’ς αὐτὸν τὸν κόσμον… τὶ νὰ γίνῃ!… Ὁ διάβολος καμμιὰ φορά…
— Βρὲ ἀδελφέ, ’ς τὸ Θεό σου, τί παλάβραις εἶνε αὐταῖς; Εἶσαι μὲ τὰ σωστά σου; τί γάμους μοῦ λὲς καὶ διαζύγια καὶ βουλεύματα καὶ παιδιὰ καὶ βρεφοκομεῖα!… Κοροϊδεύεις ἢ τὰ λὲς ἀστεῖα;…
— Βρὲ Τέλη, τίνος τὰ πουλᾷς; ὁ κόσμος τὤχει τοὔμπανο καὶ σὺ κρυφὸ καμάρι…
— !!!…
[Ἡ σκηνὴ ἐν τῷ περιπάτῳ ἐπὶ τῆς πλατείας τῆς Ὀλυμπιακῆς Ἐκθέσεως. Ἡ κ. Περδίκη μετὰ τῆς δεσποινίδος Θαλείας διασχίζουσι τὰ πλήθη τῶν περιπατητῶν φιλομειδεῖς, αὐτάρεσκοι, βρενθυόμεναι, ὑψαύχενες, μὲ εὐθυτενὲς τὸ παράστημα καὶ γαῦρον τὸ μέτωπον. Μετά τινα ὥραν ἡ Θάλεια ἐρωτᾷ ἔκπληκτος τὴν μητέρα της διατί ἆρά γε ὅλαι αἱ demoiselles καὶ αἱ κυρίαι, γνωσταὶ καὶ ἄγνωστοι, ῥίπτουν ἐπάνω της τὰ βλέμματά των καὶ χαμογελοῦν καὶ κρυφομιλοῦν. Ἡ κ. Περδίκη ἀντιλαμβάνεται καὶ αὐτὴ τοῦ ἀνεξηγήτου φαινομένου καὶ ἑτοιμάζεται νὰ καταφύγῃ εἰς συμπεράσματα, ὅτε αἴφνης συναντῶνται κατὰ μέτωπον μέ τινα κυρίαν φίλην των, ἡ ὁποία τὰς σταματᾷ καὶ τὰς πλησιάζει.]
— Σᾶς συγχαίρω, κυρία Περδίκη! νὰ τοὺς χαίρεσθε! Κυρία Θάλεια, νὰ ζήσετε εὐτυχισμένοι…
— !!....
— !!....
— Καὶ νὰ ἰδῆτε, κυρία Περδίκη, τί σύμπτωσις! Τὸ ἔμαθα χθὲς μόλις ἶσα-ἶσα ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποῦ ἑτοιμαζόμουν νὰ σᾶς φέρω μιᾷ καλὴ προξενειὰ ἀπὸ ἕνα γιατρόν, κάλλιστον νέον, καὶ οἰκογενειακόν μας φίλον…
— ....!!
— Ἀλλά, βλέπετε, κυρία Περδίκη εἶνε τυχηρὰ πράγματα!… Ἡ τύχη ὅ,τι γράφει δὲν ξεγράφει…
— Μὰ τί πρᾶγμα, σᾶς παρακαλῶ; τί συμβαίνει;
— Μπᾶ!… παράξενον!… μὰ πῶς; δὲν ἔγιναν λοιπὸν οἱ γάμοι τῆς Θάλειας μὲ τὸν… στάσου νὰ ἰδῆς πῶς μοῦ τὸν εἶπαν… τον....