— Ἄμ’ τί νομίζεις; ὅσοι ἀγαπιοῦνται, παντρεύονται! ’σὰν κ’ ἐμᾶς ποῦ…
— Καὶ ποιὸν παίρνει, μπρὲ Μαροῦλα; κανένα λιμοκοντόρον…
— Ἕνα κἄποιον Ἀριστοτέλη Τερτίδη… τὸν ξέρεις;
— Καὶ ποῦ ’ς τὸ διάολο νά τον ξέρω.
— Πρόσεχε ὅμως, Γιάννη μου, ἔτσι νά με θάψῃς, μὴ τύχῃ καὶ βγ΄σλῃς πουθενὰ τσιμουδιά, γιατὶ τὄχουνε πολὺ κρυφὸ ἀκόμη. Ἔπειτα μοῦ μυρίζεται πῶς ὁ γαμπρὸς θὰ κάμῃ καὶ τοὺς γάμους κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του… ποιὸς ξέρει!…
— Δὲν βαρειέσαι! τί με μέλει ἐμένα ποιὰ παντρεύεται καὶ ποιὰ χωρίζει. Δὲν πᾶνε νὰ βγάλουν τὰ μάτια τους!..
— Ἂς τὰ βγάλουν, πεντάρα δὲν δίνω!…
— Μὰ γιατὶ νὰ γίνουν κρυφά, βρὲ Μαρουλιώ; Μπρὲ μπᾶς κ’ εἶνε καμμιὰ βρωμοδουλειὰ ’ς τὸ μέσον;
— Μὴν τὰ ’ρωτᾷς, καϋμένε Γιάννη… μυστήρια!… καὶ ποῦ νά σου τὰ λέω… αὐτοὶ οἱ ἀφεντάδες εἶνε ποῦ εἶνε κατὰ διαόλου!… Ἄκουσε νά σου τὰ ’πῶ…
[Καὶ ἡ Μαροῦλα δὲν χάνει τὴν εὐκαιρίαν. Ἀρχίζει, ἐμπιστευτικῶς πάντοτε καὶ ὑπὸ τὸν ὅρων — ἐννοεῖται — τῆς αὐστηρᾶς ἐχεμυθείας, νὰ μεταβιβάζῃ εἰς τὸν ἀγαπητόν της ὅσα ἔμαθε καὶ δὲν ἔμαθε, ὅπως τὰ ἀντελήφθη, ὅπως τῇς ἔρχονται προχειρότερα καὶ ἐκφραστικώτερα εἰς τὰ χείλη της. Ὁ Γιάννης ἐν τέλει ἀποκοιμᾶται ἐπὶ τῆς ποδιᾶς τῆς Μαροῦλας κρατήσας εἰς τὴν μνήμην του ἀρκετὰ συγκεχυμένας τὰς ἐντυπώσεις ἐκ τῶν τρομερῶν ἐκείνων ἀποκαλύψεων τῆς Μαρούλας. Ἀρχίζει ὅμως νὰ γλυκοχαράζῃ καὶ ὁ Γιάννης, χασμώμενος ἀρειμανίως, βλέπει ὅτι πρέπει νὰ φύγῃ πλέον.]
[Καθ’ ἣν ὥραν ὁ Γιάννης ἐξέρχεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, αἴφνης καὶ παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, κατὰ διαβολικὴν βέβαια συνεργίαν, ἀνοίγει τὸ παράθυρον τῆς ἀπέναντι ὀλίγον ἀπωτέρω οἰκίας, καὶ ἐμφανίζεται ἡ Ἀννεζώ, ἡ ὑπηρέτρια τῆς γειτονίσσης. Ἡ Ἀννεζὼ μένει ἐμβρόντητος. Ὁ Γιάννης τὰ χάνει κατὰ γράμμα.]
— Ὥρα καλή, κὺρ Γιάννη!… Τί ἤθελες ἐκεῖ μέσα πρωῒ-πρωΐ…
— Ποῦ νὰ σ’ τὰ λέω, Ἀννεζώ μου… ἱστορίαις ὁλάκερες!