Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 247.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
247

— Ὄχι, Μαροῦλα· δὲν νυστάζω ἀπόψε… ἂν θέλῃς ἐσύ, πήγαινε νὰ κοιμηθῇς…

— Μὰ τὶ ἔχετε, κοκκώνα μου; λυπημένη σᾶς βλέπω… σὰν μελαγχολική…

— Ἆ! τίποτε, Μαροῦλα…

— Δὲν σᾶς πιστεύω… δὲν εἶνε δυνατόν… γιὰ νὰ κάθεσθε ἔτσι τέτοια ὥρα ’ς τὸ μπαλκόνι…

— Ἂν δὲν νυστάζῃς, Μαροῦλα, κάθισε ’λίγο νὰ μοῦ κάμῃς συντροφιά.

— Εὐχαρίστως… μά… θὰ κρυολογήσετε, κυρία Θάλεια…

— Δὲν μοῦ λές, Μαροῦλα, ἔτυχε ποτὲ νὰ ἰδῇς ἕνα ξανθὸν νέον μὲ μαῦρα μαῦρα ’μάτια, νὰ ἔλθῃ στὸ σπῆτί μας καμμιὰ φορά… ἕνας ψηλός, εὔμορφος, ποῦ τραγουδάει καὶ νόστιμα… τὸν λέγουν, νομίζω, Ἀριστοτέλη… ἕνας πολὺ ἔξυπνος… εὐγενής…

— Δὲν θυμᾶμαι διόλου νὰ τὸν εἶδα ποτέ…

— Πῶς εἶνε δυνατόν… ἡ μαμὰ μοῦ εἶπε πῶς πέρυσιν ἤρχετο συχνὰ καὶ ζητοῦσε τὸν μπαμπᾶ…

— Αἴ, μὰ τότε δὲ θἄτυχε νὰ τὸν ἰδῶ…

— Κρῖμα! καὶ ἤθελα κἄτι νὰ σ’ ἐρωτοῦσα γι’ αὐτόν…

— Τρέχει τίποτε, κυρία Θαλίτσα;

— Ἆ μπᾶ! τὶ νὰ τρέχῃ!…

— Ξέρω κ’ ἐγὼ… γιὰ νὰ μ’ ἐρωτᾶτε…

— Μία φίλη μου ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ καί…

— Καλὲ ἀφῆστέ τα αὐτά… ποιὰ φίλη σας!… ἐσεῖς ’μιλεῖτε γι’ αὐτὸν καὶ τρέμει ἡ φωνή σας… βουρκόνουνε τὰ μάτια σας… ἀμ’ αὐτὸ δὰ φαίνεται, κυρία Θαλίτσα, εἶνε σημεῖο ὁλοφάνερο, πῶς κἄποια καινούργια ἀγάπη ἐπιάσατε… αἴ, καὶ βέβαια!… τάχα δὲν εἶσθε νέα καὶ τοῦ λόγου σας;.. καὶ νέα μάλιστα καμαρωμένη!.. μὲ χίλιες χάρες!..

— Μὰ περίεργον! νὰ μὴ τὸν θυμᾶσαι διόλου, καϋμένη!....

— Θὰ τὸν θυμηθῶ, δὲν γίνεται… πῶς τὸν εἴπατε;

— Ἀριστοτέλη Τερτίδη…

— Σἂν νἄκουσα αὐτὸ τὸ ὄνομα… μήπως εἶνε ἕνας ’ψηλός… ξανθός… μὲ μαῦρα - μαῦρα ’μάτια… ποῦ τραγουδάει καὶ ἔμμορφα… ἕνας εὐγενής…

— Ναί, ναί· ἕνας τέτοιος… πῶς σοῦ φαίνεται;.. αἴ;

— Καλὸς κι’ ἄξιος, κυρία Θάλεια! Χαρά ’ς την ποῦ θὰ τὸν κάμῃ ’δικόν της…

— Ἄχ, καϋμένη Μαροῦλα… ἂν ἦνε τυχηρόν…

— Καὶ δὲν μοῦ τὸ λέτε νὰ χαρῶ κ’ ἐγώ, ποῦ ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει