Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 246.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
246

— Ἔλα, ἔλα, ἄφησέ τα αὐτά, μαμά, πὲς πῶς δὲν μ’ ἐμπιστεύεσαι νὰ μοῦ ’πῇς τίποτε…

— Μά, χρυσό μου, τί νὰ σοῦ ’πῶ, ἀφοῦ δὲν εἶνε τίποτε ἀκόμη....

— Ἆ! ὥςτε κἄτι πρόκειται νὰ εἶνε, τὸ ὁποῖον δὲν εἶνε ἀκόμη… Ἔλα, μαμά μου, πὲς μού το κ’ ἐμένα… Ἔννοια σου! εἶνε τὸ ἴδιο σὰν νὰ μὴ μοῦ τὸ ’πῇς… ξεύρεις πόσον εἶμαι ἐχέμυθος…

— Ναί, δὲν σοῦ λέγω ὄχι· ἀλλά…

— Τί ἀλλά; ἂν μ’ ἐμπιστεύεσαι, πρέπει νὰ μοῦ ’πῇς.

— Ἄφησε… μεθαύριον ἴσως μάθῃς κἄτι τι εὐχάριστον.... ἔχε ὑπομονήν… ἀκόμη τώρα δὲν εἶνε τίποτε βέβαιον…

— Τώρα εἶνε ποῦ μὲ βάζεις σὲ ὑποψίαις! Ἄχ, μαμά μου, ἂν μ’ ἀγαπᾷς πρέπει νὰ μοῦ τὸ ’πῇς.

— Μά…

— Ἔλα, ἔλα, νὰ μὲ χαρῇς! ὁρκίζομαι ’ς τὴ ζωή σου, μαμά, νὰ μὴ βγάλω λέξι…

— Ἀλλ’ ἂν τύχῃ καὶ σοῦ ξεφύγῃ κανένας λόγος χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς…

— Ἐμένα; Μὰ τί; τόσῳ ἀνόητη μ’ ἔκαμες νὰ μὴ ξεύρω νὰ κρατήσω ἕνα μυστικό!…

[Ἡ κ. Περδίκη νικᾶται ἐν τέλει διὰ τῶν ἰδίων της ὅπλων. Δὲν ἀντέχει πλέον. Ἡ Θάλεια τὴν πολιορκεῖ καὶ ἡ κ. Περδίκη παραδίδεται εἰς τὴν αὐστηρὰν ἐχεμύθειαν τῆς κόρης της. Λαμβάνει ἓν κάθισμα, τοποθετεῖται ἐγγύς της καὶ διὰ σιγανῆς καὶ μυστηριώδους φωνῆς ἀρχίζει νά…]


ΣΚΗΝΗ Γ′.

[Παρῆλθεν ἤδη τὸ μεσονύκτιον. Ἡ κ. Περδίκη ἔχει ἀποσυρθῇ εἰς τὸν κοιτῶνά της. Ὁ κ. Περδίκης ἐπέστρεψε πρὸ μικροῦ εἰς τὸ δωμάτιόν του κατακλιθεὶς πρὸς ὕπνον. Μόνη ἡ Θάλεια μένει ἄγρυπνος εἰς τὸν ἐξώστην. Δὲν ἔχει ἡσυχίαν. Κάθε ἄλλο παρὰ ὕπνος ἀπόψε. Ἀλληλοδιαδόχως κάθηται, βηματίζει, μονολογεῖ, στενάζει, βλέπει τὰ ἄστρα, συνδιαλέγεται μὲ τὸ ἄπειρον, ξύει τὴν κεφαλήν, γελᾷ, στενάζει πάλιν, κάμνει ἀορίστους χειρονομίας ὡς νὰ συνοδεύῃ δι’ αὐτῶν τοὺς ἐνδομύχους στοχασμούς της. Καὶ μάτην ἡ Μαροῦλα περιμένει ἔσωθεν νὰ ἀποσυρθῇ καὶ αὐτὴ εἰς τὸ δωμάτιόν της. Ἐν τέλει ἐξαντλεῖ τὴν ὑπομονήν της καὶ προβάλλει εἰς τὸν ἐξώστην.]

— Καλὲ κυρία Θαλίτσα, θὰ κρυώσετε αὐτοῦ ἔξω· εἶνε ὑγρασία· δὲν θὰ πᾶτε νὰ κοιμηθῆτε; εἶνε περασμένα τὰ μεσάνυχτα....