Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 245.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
245

λειαν πῶς τὴν νοστιμεύεται, ἂν ἀποφασίσω νὰ τοὺς τελειώσω τὴν ὑπόθεσιν, θὰ καλλιεργήσῃ τὴν καλὴν αὐτὴν διάθεσιν τοῦ νέου, καὶ εἶνε βέβαιος, μοῦ λέγει, πῶς θὰ τὸν πείσῃ νὰ τὴν ζητήσῃ εἰς γάμον… Ἐννοεῖς λοιπόν…

— Ἆ, μὰ τότε ’πὲς πῶς εἶνε καὶ τελειωμένα τὰ πράγματα. Στὸ χέρι σου εἶνε…

— Μὴ βιάζεσαι· ἀκόμη δὲν εἶνε τίποτε ἀπολύτως. Ὑπαινιγμοὶ καὶ εἰκασίαι μόνον· θὰ ἐξετάσω καλλίτερα, καὶ ἔπειτα θὰ σκεφθῶ τὶ πρέπει νὰ κάμω. Ἔπειτα, νὰ σοῦ πῶ, ὁ Πονηριάδης αὐτὸς εἶνε καὶ ’λιγάκι ψευτάκος… θὰ ἰδῶ ὅμως… καὶ ἅμα ἐννοήσω τίποτε θετικὸν θὰ σοῦ ’πῶ πάλι....

— Καλὲ ἐγὼ ἔχω μίαν προαίσθησιν ὅτι ἡ δουλειὰ εἶνε τελειωμένη… Τόσον εἶμαι βεβαία ποῦ θ’ ἀρχίσω νὰ τῇς κόπτω καὶ τὰ ἀσπρόρρουχα....

— Κύτταξε ὅμως καλὰ!… Ἐχεμύθειαν ὅσο ’μπορεῖς… οὔτε γρῦ εἰς κανένα!… καταλαμβάνεις βέβαια πῶς τὸ πρᾶγμα πρέπει νὰ μείνῃ πολὺ μυστικόν!…

— Καλὲ ’ς τὸ Θεό σου, τὶ λὲς τώρα;… τρελή μ’ ἔκαμες νὰ καθήσω νὰ κάμω τέτοιες κουβένταις!…


ΣΚΗΝΗ Β′.

[Ὁ κ. Περδίκης μετ’ ὀλίγον ἐξῆλθε σύννους, σιωπηλὸς, συνωφρυωμένος. Ἡ Θάλεια κάθηται ἤδη εἰς τὸν ἐξώστην παραδεδομένη εἰς ῥεμβασμοὺς καὶ ὀνειροπολήσεις. Ἡ κ. Περδίκη, ἀφοῦ ἐρράπισεν ἐπανειλημμένως τοὺς θορυβοῦντας μικροὺς προςφιλεῖς της… διαβόλους, καὶ τοὺς ἐκλείδωσεν εἰς τὸν κοιτῶνά των, διευθύνεται εἶτα περιχαρὴς εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐξώστου καὶ περιβάλλει διὰ παρατεταμένου βλέμματος, πλήρους στοργῆς καὶ ὑπερηφανείας, τὴν ῥεμβάζουσαν Θάλειαν. Μετά τινας στιγμὰς κύπτει καὶ τὴν καταφιλεῖ, ἐνῷ ἡ Θάλεια ἐξαφνίζεται.]

— Μπᾶ! ἐσὺ ἤσουν, μαμά, καὶ μ’ ἐτρόμαξες! Τί τρέχει ἀπόψε, μαμά; τί σημαίνουν ὅλα αὐτά;

— Ποῖα, κόρη μου;

— Ξέρω κ’ ἐγώ, νά, αὐτὰ τὰ κρυφά… τὰ μυστικοσυμβούλια μέσα ’ς τὸ γραφεῖο…

— Κρυφά; ἔχεις λᾶθος! Ὁ μπαμπᾶς σου μοῦ παρεπονεῖτο πῶς τοῦ πονεῖ τὸ στομάχι καὶ τοῦ ἔλεγα νὰ κυτταχθῇ ’ς τὸ

γιατρό…