Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 240.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
240

καὶ ἂν θελήσῃ κάποτε κι’ αὐτὸς νὰ συζητήσῃ
πῶς θὰ μπορέσῃ μιὰ φορὰ ποδάρι νὰ πατήσῃ;
Γιατί δὲν εἶν’ ὁ ποιητὴς καὶ πτεροφόρος μοῦσα
ἢ κἂν τοῦ τοίχου μιὰ μικρὴ σαρανταποδαροῦσα;
Τοιαῦται μὲ κατέβαιναν ἰδέαι ’ς τὸ κεφάλι
ὁπόταν ἕνας ἔρχεται τὸ πόδι νὰ μοῦ βάλῃ…

Εἶνε γιατρὸς ἐμπειρικός, τὴν ἡλικίαν γέρων,
γιὰ ὅσους στραμπουλίζονται ἐκτάκτως ὑπερχαίρων!
Ἔχει σὲ κούτελο στενὸ δυὸ κάθυγρα ματάκια
καὶ κολλημένα δυὸ πυκνὰ ’ς τὰ χείλια του μουστάκια.
Χαμογελάει βλακωδῶς καὶ πρὸ κακοῦ μεγάλου,
καὶ φαίνεται μαλάκυνσιν πῶς ἔχει ἐγκεφάλου…
Ἀλλ’ ἔχει, λέγων, δύναμιν ’ς τὰ χέρια ὑπερμέτρως
κι’ ἐθεραπεύθη ἀπ’ αὐτὸν κι’ ὁ Χρῆστος Χατζῆ-Πέτρος!
ὅστις ἐλθὼν ἐδώ ποτε, σὲ χρόνια περασμένα,
ἐτσάκισε τὸ πόδι του κ’ ἐκεῖνος σὰν ἐμένα!
Εἶνε γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα ὁ Γέρω-Καποράλος
καὶ ’ς τὰ σπασοβγαλσίματα γιατρὸς δὲν εἶναι ἄλλος!
Εὐθὺς λοιπὸν τὸ πόδι μου ’ς τὰ χέρια του συσφίξας
καὶ πᾶν ἐντός του αἴσθημα ἐλέους ἀποπνίξας,
τὸ στρέφει μιά, τὸ στρήφει δυό, μιὰ δυνατὴ μοῦ δίνει
βάζει αὐτὸ ’ς θέσι του κ’ ἡμιθανῆ μ’ ἀφίνει!..

Συνέρχομαι κι’ εὑρίσκομαι καὶ πάλι ’ς τὸ κρεββάτι,
μὲ τὸ ποδάρι τεντωτό, καὶ μὲ σβυστὸ τὸ μάτι!
μὲ παίρνει τὸ παράπονο καί μοὔρχεται νὰ κλάψω,
ἀλλὰ τὸ γρᾶμμά σου λαβών, ὀφείλω νὰ σοῦ γράψω!..
(1890)

Δημ. Κοκκοσ