Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 225.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
225

Εἰς μάτην ὁ Πράσινος ἐπεδίδετο μετὰ συντονωτέρας ἐπιμελείας εἰς τὴν ἐργασίαν του, πολλαπλασιάζων, οὕτως εἰπεῖν, ἑαυτόν· οὐδεμία ἐπήρχετο βελτίωσις. Τοὐναντίον αἱ οἰκογενειακαὶ ἀνάγκαι ηὔξανον ὁσημέραι, ὁ δὲ ἀτυχὴς λόγιος ἤρξατο ἐνθυμούμενος τοὺς λόγους τῆς μητρός του, πρὸς τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν ἐτόλμα νὰ ὁμολογήσῃ τὴν στενοχωρίαν του ἐξ εὐνοήτου φιλοτιμίας. Ἀλλ’ ἡ χήρα Πρασίνου, ὅσῳ πρακτικὴ γυνὴ τόσῳ καὶ λογική, οὐδένα ἔκαμεν ὑπαινιγμὸν περὶ τοῦ παρελθόντος, τοὐναντίον κατανοήσασα τὴν θέσιν τοῦ ἀγαπητοῦ υἱοῦ, ἦλθεν εἰς ἐπικουρίαν του, ἀνασκαλεύουσα τὰς παλαιὰς οἰκονομίας της, ἃς προσήνεγκεν αὐτῷ δι’ ὅσον ἠδύνατο ἀφελεστέρου τρόπου καὶ προφυλασσομένη νὰ μὴ ἐγγίσῃ κατ’ ἐλάχιστον τὸ εὐαίσθητον τοῦ υἱοῦ.

Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐπῆλθεν ἡ ἀνάγκη τῆς ἀντικαταστάσεως σκευῶν θραυσθέντων, ἐπίπλων καταστραφέντων, ἐνδυμάτων φθαρέντων· καὶ ὁ μὲν ἀνὴρ ἐξῳκονόμει ἑαυτὸν ὅπως ἠδύνατο, ἀλλ’ ἡ γυνή, ζῶσα ἐν μέσῳ κοινωνίας ἐκλεκτῆς, ἐνόμιζεν ὅτι ὤφειλε νὰ παρακολουθῇ κατὰ τὰς ἐνδυμασίας τὰς φίλας καὶ γνωρίμους αὐτῆς, ὧν οἱ σύζυγοι δὲν εἶχον τὰ βαλάντια ὅμοια τῷ τοῦ Πρασίνου. Ὁ Ἀντώνιος κατ’ ἀρχὰς προσεπάθει νὰ ἱκανοποιῇ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῆς· ὅτε ὅμως ἔφθασεν εἰς τὸ ἀπροχώρητον, εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν’ ἀρνηθῇ εἰς τὴν πεφιλημένην σύζυγον· αὕτη οὐδὲν εἶπεν, ἄλλα δὲν ἠδυνήθη ν’ ἀποκρύψῃ καὶ ποιὰν τινα δυσαρέσκειαν. Τὸ γνωστὸν ἐκεῖνο «μαζύ σου καὶ ἂς εἶναι ὑπὸ καλύβην» λέγεται συνήθως πρὸ τοῦ γάμου, ὀλίγιστοι δὲ τὸ ἐνθυμοῦνται μετ’ αὐτόν. Τὸ πολύ, πραγματοποιεῖται εἰς τὰ μυθιστορήματα.

Ἐφ’ ὅσον αἱ ἀνάγκαι ἐπληθύνοντο, ἐπὶ τοσοῦτον ἐγεννᾶτο ψυχρότης ἀνεπαίσθητος καὶ ἀκουσία, δύναμαι νὰ εἴπω, μεταξὺ τοῦ νεαροῦ ζεύγους. Καὶ πρᾶγμα, περίεργον, ὁ Ἀντώνιος ἤρξατο καταλαμβανόμενος ὑπὸ ἀπογοητεύσεως καὶ ἀμελείας πρὸς τὴν ἐργασίαν· ἀλλὰ καὶ μήπως εἶχεν ἄδικον; Τόσαι μέριμναι ἠθικαὶ καὶ φροντίδες ὑλικαὶ ἄφινον τὴν διάνοιαν αὐτοῦ ἐν ἠρεμίᾳ καὶ δυναμένην νὰ ἐργασθῆ; Ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὅτε νεαρώτατος, νομίζων ὅτι κρούω ἤδη τὰς πύλας τῆς ἀθανασίας, ἐδημοσίευσα ἐν ἀθηναϊκοῖς περιοδικοῖς τὰ πρῶτά μου διηγήματα, εὐφυὴς ἀξιωματικὸς τοῦ ναυτικοῦ, φίλος μου, μυκτηρίζων με, μοὶ ἔλεγε «μὲ τουλουμοτύρι στὴν κοιλιὰ ρομάντσα δὲν γράφονται» χαρακτηρίζων οὕτω λίαν προσφυῶς τὴν ἐν Ἑλλάδι θέσιν τῶν λογίων.

Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Ὀκτάβιος Φεγιὲ θέλει, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, νὰ παραστήσῃ διὰ τῆς Δαλιδᾶς του ὅτι διὰ τὸν καλλιτέχνην ἐν