Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 176.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
176

κ. Πατεριαδησ περιχαρέστατος. — Ἕως ὅτου ν’ ἀναγκασθῇ νὰ μᾶς φέρῃ ἀποδείξεις ὅτι εἶνε ὑπέρπλουτος!… Ἄ, τί θαυμάσιον!… Ἄχ, ἐκεῖνος ὁ Σκαφαρέντζος εἶνε λαμπρὸς ἅνθρωπος, λαμπρός, λαμπρός!....

Ὁ χορὸς ἐτελείωσεν· ὁ σιδηρόδρομος συρίζει ἐπανειλημμένως καὶ πάντες ἐξέρχονται τοῦ ξενοδοχείου τρεπόμενοι εἰς τὸν σταθμόν. Ὁ Ξανθὸς Νέος, ὅστις πετᾷ ἐκ χαρᾶς, ἣν μεταδίδει καὶ εἰς τὴν Φιφίτσαν, εἶνε τὸ ἀντικείμενον τῆς γενικῆς ὁμιλίας, διότι ἂν καὶ οὐδὲν ἐκοινολογήθη περὶ ἀρραβῶνος, ἐν τούτοις ὁ κόσμος ἔκ τινων λόγων τοῦ νέου Δρέλλια, ἔκ τινων ἡμιεμπιστευτικῶν φράσεων τοῦ γέροντος Σκιφαρέντζου, ἐκ τῆς διακεχυμένης χαρᾶς ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀνδρογύνου Πατεριάδου, καὶ τέλος ἐκ τοῦ ὄλβου, ὅστις ἐφαίνετο ἐκχειλίζων εἰς πᾶσαν κίνησιν, εἰς πᾶν βλέμμα, εἰς πάντα λόγον τοῦ Ξανθοῦ Νέου καὶ τῆς Φιφίτσας, ὁ κόσμος ὅλος εἶχε σχηματίσει τὴν πεποίθησιν ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο τετελεσμένον καὶ τὴν ἑπομένην θ’ ἀνηγγέλλετο ἐπισήμως. Αἱ νέαι κατὰ τὴν ἔξοδον ἐκ τοῦ ξενοδοχείου συνωστίζοντο ἐν τῷ κήπῳ ἵνα τοὺς ἰδῶσι νὰ διέλθωσιν, αἱ δὲ μητέρες ἀπέστρεφον τὰ ὄμματα ἐκ φθόνου καὶ μόλις συνεῖχον τὴν ὀργὴν αὐτῶν, διότι ἐπὶ τέλους οὔτε τόσον ὡραία ἦτο, οὔτε ὄνομα γνωστὸν ἔφερεν, οὔτε εἶχεν ἄλλας χάριτας ἱδιαιτέρας ἵνα κατακτήσῃ εὐθὺς ἀμέσως τὴν καρδίαν τοῦ Ξανθοῦ Νέου, ὅστις ἦλθε μόνον καὶ μόνον ὅπως νυμφευθῇ τὴν ἐντελεστέραν νέαν τῶν Ἀθηνῶν

— Εἶδες τύχην!.... ἔλεγε πολύσαρκός τις κυρία σύζυγος ἐμπόρου τινος τῆς ὁδοῦ Αἰόλου ἀποφασίσασα νὰ ἐξοδεύσῃ τόσα χρήματα διὰ νὰ ἐπιδείξῃ τὴν ὡραίαν αὐτῆς κόρην, ἐπὶ τῇ μόνῃ ἐλπίδι ὅτι θὰ εὑρεθῇ δι’ αὐτὴν καλὸς γαμβρός, εἶδες τύχην τὸ κορίτσι τοῦ Πατεριάδου!…

Καὶ αἱ ὀλίγαι κυρίαι τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς, αἵτινες περιεκύκλουν τὴν ἄγνωστον κυρίαν ἐκίνουν τὴν κεφαλὴν σιγῶσαι, καὶ ἐπένευον εἰς τοὺς λόγους αὐ{{ακατανόητο|[τ]|ῆς. Αἱ θυγατέρες των!… ἠδύναντο κἂν νὰ συγκριθῶσι πρὸς τὴν Φιφίτσαν; καὶ πῶς θὰ κατεδέχοντο νὰ τὰς συγκρίνωσι μὲ τὸ κορίτσι τοῦ Πατεριάδου; Ἅμα δά!

Γοργοί, γοργοὶ ἐξῆλθον πρῶτοι τῆς θύρας τοῦ κήπου ἐν μέσῳ τοῦ συνωστιζομένου κόσμου ὁ Ξανθὸς Νέος ὑπὸ τὸν βραχίονά του κρατῶν τὴν Φιφίτσαν, ἥτις προσεπάθει ν’ ἀποκρύψῃ τὴν εὐδαιμονίαν της νεύουσα κάτω καὶ προσκολλωμένη μεθ’ ὅσης ἠδύνατο δυνάμεως ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τοῦ συνοδοῦ αὐτῆς. Κατόπιν ἤρχετο ἀσθμαῖνον καὶ προσπταῖον ἐπὶ τῶν λίθων ἕνεκα τοῦ σκότους τὸ ἀνδρόγυνον Πατεριάδου, ὅπερ ἐχαιρέτιζε τοὺς πάντας μετ’ ἀνεκ-