παύσῃ παρὰ μὲ τὴν τελευταίαν της πνοήν.... ὅτι ὅταν τὸν εἶδεν ἔπειτα εἰς τὴν σάλαν τοῦ χοροῦ ἐλυπήθη ὅτι δὲν ἐκτύπησε διὰ ν’ ἀποθάνῃ τοὐλάχιστον εἰς τὰ χέρια του…
Ὁ κ. Πατεριαδησ ἀνασκιρτῶν. — Ν’ ἀποθάνῃ;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἤθελα δηλαδὴ νὰ τοῦ δώσω νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἡ Φιφίτσα μας θὰ προετίμα τὸν θάνατον μᾶλλον παρὰ τὴν ζωήν της χωρὶς αὐτόν.
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Ἄ, ναὶ βεβαίως, τώρα ἐννοῶ.... Αὐτὸ θὰ τοῦ ἔκαμεν ἐντύπωσιν…
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἂν τοῦ ἔκαμεν;… καλέ, μ’ ἐκύτταζε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ μὲ πιστεύσῃ....
Ὁ κ. Πατεριαδησ σχεδὸν ἔνδακρυς. — Παίζεις; Φιφίτσα εἶνε αὐτή!
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἔπειτα δὲν ἠξεύρεις τί συνέβη ὅταν ἐχόρευσε εἰς τὴν ἀρχὴν μαζῆ του.
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Τί συνέβη;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐγνώριζεν, ὅταν ἐτελείωσεν ὁ χορὸς τὸν ἔφησε μέσ’ ’ς τὴ μέση χωρὶς νὰ τὸν χαιρετίσῃ σχεδόν.... ἐνῷ αὐτὸς ὁ καϋμένος ἔσκυψεν ἕως κάτω διὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ.... Αὐτὸ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου.... δὲν σοῦ τὸ εἶπα προτήτερα.... Πῶς νὰ κολάσω λοιπὸν τὸ πρᾶγμα; τοῦ λέγω τότε ὅτι ἐκείνην τὴν στιγμὴν τόσην αἰσθάνθηκε ζάλην ἡ Φιφίτσα μας ἀπὸ τὴν ὡραιότητά του καὶ τὴν συμπάθειαν τὴν ὁποίαν ἤρχισε νὰ ἔχῃ δι’ αὐτόν, ὥστε ἐβιάσθη νὰ στρέψῃ διὰ νὰ μὴ πέσῃ καὶ γείνῃ κανὲν σκάνδαλον....
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Τὸ ἐπίστευσε;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἀκοῦς, λέγει, ἐπίστευεν ὅ,τι τοῦ ἔλεγα καὶ μ’ ἐκύτταζε μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα....
Ὁ κ. Παρεριαδησ — Σὰν κομμάτι χονδρὸν ἔτσι ἀμέσως ἀμέσως.... ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ ἐπίστευσεν....
Ὁ κ. Πατεριαδου. — Ἔπειτα ἤλθαμεν εἰς τὸ ζήτημα, τῆς προικός.
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Πῶς; τοῦ ὡμίλησες καὶ διὰ τὴν προῖκα;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἀμ’ τί; Θ’ ἄφινα ἐγὼ νὰ ὑποθέσῃ ὅτι τὸ κάμνομεν διότι ἔχει χρήματα;
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Μπρὲ γυναῖκα, ἐσὺ εἶσαι λαμπρὸς ἄνθρωπος!
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Τοῦ εἶπα λοιπὸν ὅτι ἡ Φιφίτσα μας ἔχει ὀγδοῆντα χιλιάδες δραχμάς....