Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ. — Σοῦ φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀέρα βαγαμπόντη ; Κύτταξε, κύτταξε… πῶς ἐχαιρετίσθησαν μὲ τὸν γάλλον τὸν ναύαρχον, ὅστις ἐπέρασεν ἀπὸ κοντά των; Κύτταξε πῶς τὸν χαιρετοῦν οἱ ὑπασπισταὶ τοῦ Ναυάρχου…
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Ὁ ναύαρχος στρέφει καὶ τὸν παρατηρεῖ....
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ὁμιλεῖ μὲ τοὺς ὑπασπιστάς του.... τὸν παρατηροῦν καὶ αὐτοί…
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Ἄχ, ἦλθαν ἐκεῖνοι κ’ ἐστάθησαν ἐκεῖ κάτω· δὲν ἠμποροῦμεν πλέον νὰ ἰδοῦμεν τιποτε....
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ. — Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον χαιρετᾷ ἔτσι ὁ γάλλος ὁ ναύαρχος σοῦ φαίνεται βαγαμπόντης ἐσένα;
Ὁ νεοσ Δρελλιασ ξέων τὴν κεφαλήν του καὶ ἀπομάσσων τὸ μέτωπόν του. — Διάβολε!… ἔκαμα μεγάλην ἀνοησίαν καὶ πρέπει νὰ εὕρω τρόπον νὰ διορθώσω τὸ πρᾶγμα....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ προσφέρων τὸν βραχίονά του τῇ Φιφίτσᾳ. — Θέλετε νὰ καθήσωμεν;
Φιφιτσα. — Ναί, διότι ὅπου καὶ ἂν εἶνε θ’ ἀρχίσῃ τὸ κοτιλλιόν.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ διευθυνόμενος πρὸς τὸ ἀνατολικὸν τῆς αἰθούσης μέρος. — Νά, ἐκεῖ εἶνε δύο καθίσματα.... Ἂς καθήσωμεν ἐδῷ....
Φιφιτσα καθήμενη. — Καὶ ἂν εἶνε πιασμένα;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ὄρθιος πρὸ αὐτῆς. — Πῶς θὰ εἶνε πιασμένα;
Φιφιτσα. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Ἀφοῦ εἶνε κενά, θὰ εἰπῇ πῶς εἶνε εἰς τὴν διάθεσίν μας.
Φιφιτσα. — Ὄχι πάντοτε.... [Παρατηροῦσα τοὺς πόδας τοῦ ἑδωλίου] Κυττάξετε ἂν εἶνε τὰ πόδια των δεμένα μὲ κανένα μανδῆλι;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ὅστις παρετήρησε καὶ αὐτός. — Ναί, εἶνε δεμένα, μὰ τί ἔχει νὰ κάμῃ αὐτό;
Φιφιτσα μειδιῶσα. — Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ κατέλαβον ἄλλοι καὶ πρέπει νὰ φεύγωμεν.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ σχεδὸν ἠλιθίως. — Ἄ, αὐτὸ σημαίνει!
Φιφιτσα, ἥτις ἀφοῦ περιήγαγε τὸ βλέμμα της πέριξ τῆς αἰθούσης ἑτοιμάζεται νὰ ἐγερθῇ.}} — Καὶ τὰ βλέπω ὅλα πιασμένα, ὥστε πρέπει νὰ φροντίσωμεν νὰ εὕρωμεν μόνοι μας.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ βλέπων τὴν κίνησιν τῆς Φιφίτσας διὰ νεύματος τῆς χειρὸς ἐμποδίζων αὐτὴν νὰ ἐγερθῇ. — Καθήσατε, σᾶς παρακαλῶ, πηγαίνω νὰ τὰ φροντίσω.
Φιφιτσα, ἥτις παρηκολούθησεν αὐτὸν διὰ τοῦ βλέμματος. — Περίεργον!