Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 165.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
165

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ναί, ναί, ποῦ σοῦ ἔδειξα.... ποῦ ὡμιλοῦσε μαζῆ της.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χαίρων. — Πῶς αὐτό; τὴν ἐζήτησεν;

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ὄχι ἀκόμη, ἀλλ’ ἰδοὺ τί τρέχει… Ὅταν.... [Βλέπων ὅτι ὁ κ. Ἰωάννης Μαθιμάλης χασμᾶται] Μὰ ἐσὺ δὲν εἰμπορεῖς νὰ κρατηθῇς ἀπὸ τὴν νύστα σου....

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χασμώμενος καὶ ὁμιλῶν. — Ναί, ἀδελφέ, ἀλλὰ λέγε πάντοτε, σὲ ἀκούω…

γερων Σκαφαρεντζοσ ἐξερχόμενος καὶ παρασύρων τὸν κ. Ἰωάννην Μαθιμάλην. — Πᾶμε πρὸς τὸν σταθμόν, σὲ συνοδεύω ὀλίγα βήματα.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ ἐρειδόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος τοῦ γέροντος Σκαφαρέντζου. — Λοιπόν;

γερων Σκαφαρεντζοσ. — Ὅταν σὲ ἄφησα δὲν ἔχασα τὸν καιρόν μου καὶ ἀπὸ ἁπλῆν περιέγειαν ἐβάλθηκα νὰ τοὺς εὕρω. Ἐπῆγα δεξιᾷ, ἐπῆγα ἀριστερᾷ, ἐπάνω, κάτω.... τέλος πάντων τοὺς εὑρίσκω κ’ ἐκάθηντο εἰς ἕνα μπάγκον. Ξεύρεις τί ἀγαθὸ κορίτσι εἶνε ἡ Φιφίτσα, καὶ πῶς εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχει θάρρος. Ἐγὼ ἀμέσως τὸ ἐκατάλαβα καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ συμβουλαὶς συλλογίζομαι νὰ πάγω νὰ εὕρω τὴν μητέρα της καὶ ν’ ἀναλάβῃ αὐτὴ τὴν ὑπόθεσιν. Ἅμ’ ἔπος, ἀμ’ ἔργον. Ἡ Πατεριάδαινα παραδέχεται τὴν γνώμην μου, πηγαίνομεν εἰς τὸν κῆπον, τὸν ἀναζητοῦμεν, τὸν εὑρίσκομεν, τῆς τὸν παραδίδω εἰς τὰ χέρια της καὶ ἐννοεῖς ὅτι αὐτὴν τὴν ὥραν ποῦ σοῦ ὁμιλῶ τὸ πρᾶγμα θὰ εἶνε τελειωμένον.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χασμώμενος. — Ὅλ’ αὐτά, μάτια μού, εἶνε καλὰ καὶ ὡραῖα.... δὲν μοῦ λέγεις ὅμως τίποτε βέβαιον ἐκ μέρους του.

γερων Σκαφαρεντζοσ ἀνυπομόνως. — Οὔ, καϋμένε καὶ σύ, τί δύσπιστος ἄνθρωπος ποῦ εἶσαι....

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ. — Μὰ τοὺς ξεύρω ἐγὼ αὐτοὺς τοὺς ὁμογενεῖς, γλυστροῦν σὰν χέλια… [Χασμώμενος] Ἐνθυμοῦμαι μίαν φοράν…

γερων Σκαφαρεντζοσ δυσθύμως ἀποχωριζόμενος αὐτοῦ καὶ ἐπανερχόμενος εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. — Καληνύκτα, πήγαινε νὰ κοιμηθῇς.

κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ μόλις βηματίζων ἐκ τοῦ νυσταγμοῦ. — Καλὴν νύκτα....

κ. Πατεριαδησ παρακολουθῶν διὰ τοῦ βλέμματος τὴν χορεύουσαν μετὰ τοῦ νέου Δρέλλια θυγατέρα του. — Εἶνε ὁμολογουμένως ἡ ὡραιοτέρα τοῦ χοροῦ καὶ δὲν ἀπορῶ ὅτι τοῦ ἔκαμεν ἐντύπωσιν. Τὠρα αὐτὸν τὸν χορὸν ἠμποροῦσε νὰ τὸν χορέψῃ μαζῆ του.... τίς ἡ ἀνάγκη