Ὁ νεοσ Δρελλιασ ἀκούσας τοὺς πρώτους ἤχους τοῦ τετραχόρου προσφέρων τὸν βραχίονα του ἀνυπομόνως. — Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, μόλις θὰ προφθάσωμεν, ἤρχισαν.
Φιφιτσα λαμβάνουσα τὸν βραχίονα τοῦ νέου Δρέλλια καὶ χαιρετίζουσα ἐπιχαρίτως τὸν Ξανθὸν Νέον. — Κύριε Κωνσταντῖνε, μὲ συγχωρεῖτε....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ἐγειρόμενος καὶ ὑποκλίνων βαθέως. — Δεσποινίς....
Ὁ νεοσ Δρελλιασ ταχύυων τὸ βῆμά του πρὸς τὸ ξενοδοχεῖον. — Ποιὸς εἶνε πάλιν αὐτὸς ὁ Κωνσταντῖνός σας; ποῦ τὸν ἐψαρέψατε;
Φιφιτσα. — Εἶνε ἕνας κύριος ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν.
Ὁ Νεοσ Δρελλιασ. — Κατ’ εὐθεῖαν;
Φιφιτσα. — Πολὺ πιθανόν.
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Εἶνε πλούσιος;
Φιφιτσα. — Δὲν ἠξεύρω....
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Πρέπει νὰ εἶνε ὅμως, διότι εἶχε ἕνα κόρδωμα ποῦ ἐνόμιζε κανεὶς ὅτι κάθεται ἐπάνω εἰς τὰ ἑκατομμύριά του.
Φιφιτσα. — Ὄχι δὰ;
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Καὶ τώρα ἐννοῶ πῶς ἐκάματε τὸ λᾶθος νὰ λησμονήσετε τὴν καδρίλλιαν μου.
Φιφιτσα. — Τὶ θέλετε νὰ εἰπῆτε;
Ὁ ξεοσ Δρελλιασ ἐπιταχύνων πλειότερον τὶ βῆμά του, διότι ἤδη ἐχόρευον ἐν τῇ αἰθούσῃ. — Θέλω νὰ εἰπῶ, κυρία Φιφίτσα, ὅτι ὅταν ἔρχωνται αὐτοὶ οἱ πλούσιοι ὁμογενεῖς εἰς τὰς Ἀθήνας, ἡμᾶς τοὺς καϋμένους οὔτε γυρίζετε νὰ μᾶς κυττάξετε πλέον....
Φιφιτσα δυσαρέστως. — Εἶμαι βεβαία ὅτι δὲν τὰ πιστεύετε αὐτὰ ποῦ λέγετε....
Ὁ νεοσ Δρελλιασ. — Τόσον τὰ πιστεύω, ὥστε ἀρχίζω νὰ μετανοῶ, διότι σᾶς ἐσήκωσα ἀπὸ τέτοιαν καλὴν συντροφιάν.... Ποιὸς ἠξεύρει ἂν αὐτὸς ὁ χορὸς δὲν ἔγεινε διὰ νὰ χορεύσητε τὸν ἄλλον μὲ αὐτὸν τὸν κύριον Κωνσταντῖνον, τὸ Ἠσαΐα χόρευε…
Φιφιτσα ἐν ὀργῇ. — Κύριε Δρέλλια, λέγετε ἀνοησίας....
Ὁ νεοσ Δρελλιασ εἰσερχόμενος εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ χοροῦ. — Αἱ ὁποῖαι ὅμως ἠμποροῦν νὰ ἔβγουν καὶ εἰς καλόν.... Νὰ τὸ βιζαβί μας, πάρτε τὴν θέσιν σας, ἐμπρός, ἡμεῖς εἴμεθα.... ἀν ἀβὰν κάτρ!....
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ ἐπανερχόμενος ἐκ τοῦ κήπου εἰς τὸ ξενοδοχεῖον διὰ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς καὶ συναντῶν πρὸ τῆς θύρας τὸν κ. Ἰωάννην Μαθιμάλην. — Ποῦ πᾷς;
Ὁ κ. Ιωαννησ Μαθιμαλησ χασμώμενος. — Εἶμαι πεθαμμέ-