Φιφιτσα αἰδημόνως ἐντείνουσα τὴν χεῖρα. — Νὰ λάβετε αὐτὸν τὸν κόπον;… τὴν βυσσινάδαν, ἂν θέλετε....
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ ἐν συστολῇ. — Μοῦ δίδετε κ’ ἐμὲ τοῦ γέροντος τὸ νερόν, ἂν δὲν τὸ χρειάζεσθε, κύριε Παλαιολόγε;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ προσφέρων τὸ ποτήριον. — Σᾶς παρακαλῶ, κύριε....
Ὁ γερων Σκαφαρεντζοσ ἀφοῦ ἔπιε βλέπων τὸν Ξανθὸν Νέον ἑτοιμαζόμενον νὰ λάβῃ τὸ ποτήριόν του. — Ἄ, ὄχι, ὄχι.... τὰ ἐφέρατε σεῖς, θὰ τὰ ἐπιστρέψω ἐγώ.... [Λαμβάνων ἀπὸ τῆς χειρὸς ταῦ Ξανθοῦ Νέου τὸ κενὸν ποτήριον τῆς βυσσινάδας] Αὐτὸ εἶνε τὸ δίκαιον.... καὶ ἔπειτα σεῖς πρέπει νὰ μείνετε ἐδῷ μὲ αὐτὴν τὴν χαριτωμένην νέαν ἥτις εἶνε ἡ καλλιτέρα τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὰς Ἀθήνας.... ἡ καλλιτέρα!.. δὲν τὸ λέγω διότι εἶμαι φίλος τῆς οἰκογενείας, ἀλλά, διότι τὸ λέγει ὁ κόσμος ὅλος.... ἡ καλλιτέρα!… [ὑποκλίνων] Κύριε, κύριε… [ἰδίᾳ] Νὰ πάρῃ ὁ διάβολος ἐλησμόνησα πάλιν τὸ ὄνομά του… [Μεγαλοφώνως] Κύριε Κωνσταντῖνε, εἶμαι πάντοτε πρόθυμος τῶν διαταγῶν σας, Λεονάρδος Σκαφαρέντζος, μεσίτης εἰς τὸ Χρηματιστήριον. [Ἰδίᾳ] Νὰ τοῦ εἰπῶ τίποτε γιὰ Λαύρεια; Ὄχι, ἂς μὴ τοῦ εἰπῶ ἀκόμα.... [Μεγαλοφώνως] Ἡ καλλιτέρα χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν.... [Ἀπερχόμενος] Ἡ καλλιτέρα!....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρανίου. — Ἡ καλλιτέρα!… πῶς τὸ ἔλεγεν!.... ὡς νὰ εἶχον ἐγὼ καμμίαν ἀμφιβολίαν περὶ τούτου…
Φιφιτσα κάτω νεύουσα. — Κύριε Παλαιολόγε....
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Εἶνε πολὺ φίλος σας αὐτὸς ὁ γέρων;
Φιφιτσα. — Πολύ, εἶνε ἀρχαῖος συμμαθητὴς τοῦ μπαμπᾶ καὶ αὐτὸ μ’ ἐπαινεῖ καὶ τόσον πολύ.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Καὶ τὸν βλέπετε συχνά;
Ξανθοσ Νεοσ. — Καθ’ ἡμέραν σχεδόν.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ. — Τί εὐτυχής!
Φιφιτσα. — Διατί;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ στένων. — Διότι σᾶς βλέπει καὶ αὐτὸς κάθε ἡμέραν.
Φιφιτσα μειδιῶσα ἐλαφρῶς, ἀλλ’ εἶτα στρέφουσα τὸ πρόσωπον πρὸς τὸ μέρος τοῦ ξενοδοχείου καὶ ἰδίᾳ. — Θεέ μου.... δὲν ἠξεύρω τί ν’ ἀπαντήσω.
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ ἰδίᾳ. — Δὲν τολμῶ, δὲν τολμῶ.... μήπως δυσηρεστήθη ὅτι τῆς τὸ εἶπα;
Φιφιτσα στρεφομένη βιαίως πρὸς τὸν Ξανθὸν Νέον. — Καὶ πῶς εὑρίσκετε τὰς Ἀθήνας μας;
Ὁ Ξανθοσ Νεοσ, ὅστις ἦτο εἰσέτι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς τελευταίας αὐτοῦ