Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 147.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
147

σποινῶν, ἥτις προσῆλθε φαίνωμος εἰς τὸ χορόν, ἴσως διὰ νὰ δείξῃ τὴν ποιότητα τοῦ ψιμμυθίου· — ὁμιλοῦσα λίαν βραδέως καὶ διὰ φωνῆς ὑποβράγχνου. — Καὶ εἶν’ ἐδῷ αὐτὸς ὁ κύριος;

γερων Σκαφαρεντζοσ στρεφόμενος βιαίως. — Ὤ, κυρὰ μου, νὰ μὲ συμπαθᾷς, δὲν σὲ εἶδα, εἶσαι πολλὴν ὥραν ἐδῶ;

κυρια Πατεριαδου μειδιῶσα μετὰ πολλῆς χάριτος εἰς ἔνδειξιν συγγνώμης, ἀλλ’ ἐπιδεικνύουσα ὅλως ἀκουσίως περισσότερα κοιλώματα ἢ ὀδόντας κατ’ ἀμφοτέρας τὰς σιαγόνας. — Δὲν πειράζει.... κἄτι ἔλεγες εἰς τοὺς κυρίους.

γερων Σκαφαρεντζοσ καθήμενος παρ’ αὐτῇ καὶ ἀπομάσσων τὸ μέτωπόν του, διότι ἡ θερμότης ἐν τῇ αἰθούσῃ καθίσταται ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἐπαισθητοτέρα. — Ναί, ναί, τοὺς ἔλεγα, δι’ αὐτὸν τὸν πλούσιον, ὁ ὁποῖος ἦλθε χθὲς ἀπὸ τὸ Λονδῖνον. Σὲ βεβαιῶ, κυρά μου, ὅτι χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζω τὸν ἐκτιμῶ πολύ, μὰ πολύ. Φαντάσου ὅτι ἔρχεται ἐξεπίτηδες ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν διὰ νὰ πάρῃ ἀθηναίαν. Αὐτὸ δὲν τὸ κάμνει ὁ καθείς....

κυρια Πατεριαδου, ἥτις ἔπαιζε διὰ τοῦ ῥιπιδίου της κλείουσα τοῦτο καὶ τὴν προσοχὴν ἐντείνουσα. — Καὶ πῶς λέγεται;

γερων Σκαφαρεντζοσ φέρων τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ μετώπου. — Λέγεται.... Κωνσταντῖνος.... Κωνσταντῖνος.... τὸ ὄνομά του δὲν τὸ ἐνθυμοῦμαι νὰ σοῦ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια.... ἔχω τόσες δουλειαίς, ποῦ νὰ ἐνθυμοῦμαι καὶ ὀνόματα… Τὸν εἶδα σήμερον.... ἔτυχε νὰ προγευματίσω εἰς τὸ ξενοδοχεῖον τῆς μεγάλης Βρεττανίας μὲ μερικοὺς φίλους μου.... κάμνω Λαύρεια καὶ ἐννοεῖς… καὶ τὸν εἶδα νὰ κάθεται εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς τραπέζης.... τὸ ξανθὸν χρῶμα τῶν μαλλιῶν το, ἡ μελαγχολία του ἰδίως μ’ ἔκαμαν νὰ τὸν παρατηρήσω. Ἠρώτησα περὶ αὐτοῦ, διότι ἐνδεχόμενον ὁ ἄνθρωπος νὰ ἤθελε Λαύρεια, καὶ ἔμαθα αὐτὰ ποῦ σοῦ λέγω.... τὰ ἔλεγαν ὅλοι εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Τὸν ἐπερίμενα κατόπιν εἰς τὴν αἴθουσαν ὅπου παίρνομεν τὸν καφὲν διὰ νὰ τὸν ἰδῶ καλλίτερα, ἀλλὰ δὲν ἦλθε.... Φαίνεται ὅτι ἀπεσύρθη εἰς τὸ δωμάτιόν του. Ἂν ἤθελε Λαύρεια θὰ τοῦ τὰ ἔδιδα εἰς λαμπρὰν τιμήν.

κυρια Πατεριαδου διανοίγουσα τοὺς ὀφθαλμούς. — Καὶ εἶνε ἀπόψε ἐδῷ;

γερων Σκαφαρεντζοσ ἐξαπλούμενος ἐπὶ τῆς ἔδρας. — Ἀμφιβάλλεις; τόσον ὡραία περίστασις διὰ νὰ θέσῃ εἰς πρᾶξιν τὸν σκοπόν του.... ποῦ θὰ εὕρῃ καταλληλοτέραν εὐκαιρίαν νὰ ἰδῇ τὰ ὡραῖά μας κορίτσια ὅλα μαζῆ [ὑψῶν τὴν κεφαλήν] Καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν τὸν βλέπω ἀκόμα.... Αἴ, μὰ ἄν δὲν ἀπατῶμαι εἶνε ἐκεῖνος ἐκεῖ κάτω....

κυρια Πατεριαδου περιάγουσα ἐν ἀδημονίᾳ τὸ βλέμμα διὰ μέσου τῶν κυρίων, οἵτινες ἵστανται πρὸ αὐτῆς. — Ποῦ;