— Φοβοῦμαι μή με κατηγορήσῃ ὁ κόσμος ἂν τὴν πάρω.
— Μὴ τὴν πάρῃς.
— Πάρε την! Μὴ τὴν πάρῃς!… Δός μου μίαν συμβουλὴν σωστήν. Εἰπέ μου, τί θὰ ἔκαμνες σὺ εἰς τὴν θέσιν μου;
— Ἄκουσε, φίλε μου. Ὅ,τι καὶ ἄν σε συμβουλεύσω ἐγώ, δὲν ἀξίζει. Ἰδοὺ τί θὰ ἔκαμνα εἰς τὴν θέσιν σου. Ὅταν σημαίνῃ ὁ ἑσπερινὸς θὰ ἐπήγαινα εἰς τὸν αὐλόγυρον τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ ἔκαμνα ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ἡ καμπάνα.
— Ἀλλ’ ἡ καμπάνα δὲν ὁμιλεῖ.
— Ὁμιλεῖ εἰς ὅποιον ἠξεύρει νὰ τὴν ἀκούσῃ. Πήγαινε καὶ δοκίμασε.
Ἐπλησίαζεν ἶσα-ἶσα ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Πηγαίνει ὁ νέος πρὸς τὴν ἐκκλησίαν. Ἀρχίζει νὰ σημαίνῃ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ καμπάνα ὁμιλεῖ τῳόντι. Τίγκ, τόγκ, τίγκ, νὰ τὴν πάρῃς, τίγκ, τόγκ, τίγκ, νὰ τὴν πάρῃς, τόγκ, τίγκ, τόγκ νὰ τὴν πάρῃς, ναὶ τὴν πάρῃς, νὰ τὴν πάρης!
Πηγαίνει ἀμέσως ὁ καλός σου, εὑρίσκει τὴν νύμφην, δίδει τὸν λόγον του καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας γίνονται οἱ γάμοι.
Ἐννοεῖται ὅτι ἦτο προσκεκλημένος καὶ ὁ φίλος του, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ γαμβρὸς ἐξέφραζε τὴν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην του διὰ τὴν καλὴν συμβουλήν του. Τὸν ἤθελε μάλιστα καὶ κουμπάρον, ἀλλ’ ἐκεῖνος μὲ κανένα τρόπον δὲν συγκατένευσε.
Μετὰ ἓν περίπου ἔτος ὁ γαμβρὸς ἐπεσκέφθη τὸν φίλόν του. Ἦτο κατηφὴς καὶ ἐφαίνετο καταβεβλημένος.
— Ὡραία συμβουλὴ, λέγει, μοῦ ἔδωκες πέρυσι. Σὲ ἤκουσα καὶ τὴν ἐπῆρα, ὁπού νὰ μὴ τὴν εἶχα ἰδεῖ ποτέ.