Ψέμματα, εἶπες; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ ’πῶ τὄνομά του; Μὰ ὁρκίσου με πῶς δὲ τὸ βγάλῃς ποτὲ ἀπ’ τὸ στόμα σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ πρώτη φορὰ εἶνε ποῦ τὸ ξεφανερόνω.
— Σοῦ ὁρκίζομαι ’ς τὴ ζωὴ τοῦ πατέρα μου!
— Καλά Σκῦψε λοιπὸν νὰ σοῦ τὸ ’πῶ.....
Τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα εἰς τὴν εἴςοδον. Ἦτο ὁ πατήρ, ὁ καπετὰν Μαρκῆς, ἐπανερχόμενος οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἡ Νίτσα καὶ ἡ Χαρίκλεια ἠγέρθησαν καὶ ἔδραμον νὰ τὸν προϋπαντήσωσι πρὸ τῆς φλιᾶς τῆς θύρας, ἣν εἶχεν ἤδη ἀνοίξει ἐκεῖνος.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ μπαρπα-Κοσμᾶς κύπτων εἰς τὸ οὖς τοῦ νεαροῦ πυρρωνιστοῦ:
— Ὁ καπετάνιος ἐκεῖνος, τῷ ψιθυρίζει, ἤτανε ὁ πατέρας σου!
Ὁ Χαρίλαος ἐρρίγησεν ἐκ συγκινήσεως. Ἠγέρθη ἀμέσως καὶ δραμὼν πρὸς τὸν εἰςελθόντα ἤδη καπετὰν Μαρκῆν, ἄνδρα εὐσταλοῦς καὶ ἀξιοπρεποῦς παραστήματος:
— Ἄχ! πατέρα μου, καλέ μου πατέρα! ἐφώνησεν, ἠσπάσθη τὴν χεῖρά του καὶ ἐρρίφθη ἔνδακρυς εἰς τὰς ἀγκάλας του.
— Αἴ! τί εἶνε; τί τρέχει; ἠρώτησεν ὁ καλοκἄγαθος ναυτικὸς διερωτῶν διὰ τοῦ βλέμματος τοὺς ἄλλους.
— Καλὲ τίποτε δὲν τρέχει, καπετάνιο μου, ἔσπευσε ν’ ἀποκριθῇ ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς ρίπτων λαθραῖον ἐκφραστικὸν βλέμμα πρὸς τὸν Χαρίλαον. Κἄτι παραμύθια ’λέγαμε καί…
— Ἆ, μὰ λέω κ’ ἐγώ! Ἂς ἦνε· ’πᾶμε τώρα νὰ δειπνήσουμε, γιατὶ ἔχω μιὰ πεῖνα διαολεμένη, ὑπέλαβεν ὁ πατὴρ ἐφησυχάζων.
Καὶ ὁ νεαρὸς σκεπτιστὴς ἐπανεύρισκεν ὁριστικῶς πλέον τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο τὴν ἐκ τῶν ὑλιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς διαταραχθεῖσαν γαλήνην τῆς συνειδήσεώς του.
- Ἐν Ἀθήναις τῇ 24 Δεκεμβρίου 1889.
Κ. Φ. Σκοκοσ