Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 112.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
112

Ψέμματα, εἶπες; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ ’πῶ τὄνομά του; Μὰ ὁρκίσου με πῶς δὲ τὸ βγάλῃς ποτὲ ἀπ’ τὸ στόμα σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ πρώτη φορὰ εἶνε ποῦ τὸ ξεφανερόνω.

— Σοῦ ὁρκίζομαι ’ς τὴ ζωὴ τοῦ πατέρα μου!

— Καλά Σκῦψε λοιπὸν νὰ σοῦ τὸ ’πῶ.....

Τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα εἰς τὴν εἴςοδον. Ἦτο ὁ πατήρ, ὁ καπετὰν Μαρκῆς, ἐπανερχόμενος οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἡ Νίτσα καὶ ἡ Χαρίκλεια ἠγέρθησαν καὶ ἔδραμον νὰ τὸν προϋπαντήσωσι πρὸ τῆς φλιᾶς τῆς θύρας, ἣν εἶχεν ἤδη ἀνοίξει ἐκεῖνος.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ μπαρπα-Κοσμᾶς κύπτων εἰς τὸ οὖς τοῦ νεαροῦ πυρρωνιστοῦ:

— Ὁ καπετάνιος ἐκεῖνος, τῷ ψιθυρίζει, ἤτανε ὁ πατέρας σου!

Ὁ Χαρίλαος ἐρρίγησεν ἐκ συγκινήσεως. Ἠγέρθη ἀμέσως καὶ δραμὼν πρὸς τὸν εἰςελθόντα ἤδη καπετὰν Μαρκῆν, ἄνδρα εὐσταλοῦς καὶ ἀξιοπρεποῦς παραστήματος:

— Ἄχ! πατέρα μου, καλέ μου πατέρα! ἐφώνησεν, ἠσπάσθη τὴν χεῖρά του καὶ ἐρρίφθη ἔνδακρυς εἰς τὰς ἀγκάλας του.

— Αἴ! τί εἶνε; τί τρέχει; ἠρώτησεν ὁ καλοκἄγαθος ναυτικὸς διερωτῶν διὰ τοῦ βλέμματος τοὺς ἄλλους.

— Καλὲ τίποτε δὲν τρέχει, καπετάνιο μου, ἔσπευσε ν’ ἀποκριθῇ ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς ρίπτων λαθραῖον ἐκφραστικὸν βλέμμα πρὸς τὸν Χαρίλαον. Κἄτι παραμύθια ’λέγαμε καί…

— Ἆ, μὰ λέω κ’ ἐγώ! Ἂς ἦνε· ’πᾶμε τώρα νὰ δειπνήσουμε, γιατὶ ἔχω μιὰ πεῖνα διαολεμένη, ὑπέλαβεν ὁ πατὴρ ἐφησυχάζων.

Καὶ ὁ νεαρὸς σκεπτιστὴς ἐπανεύρισκεν ὁριστικῶς πλέον τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο τὴν ἐκ τῶν ὑλιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς διαταραχθεῖσαν γαλήνην τῆς συνειδήσεώς του.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 24 Δεκεμβρίου 1889.

Κ. Φ. Σκοκοσ