Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 110.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
110

’δῆτε παλληκάρι μιὰ φορά! δὲν ἔφυγε μινοῦτο ἀπ’ τὸ τιμόνι. Διπλωμένος μέσ’ ’ς τὸ χονδρὸ μουσαμᾶ του ’κυβέρναγε μονάχος του τὸ καράβι κ’ ἔδινε ’ς ὅλους μας κουράγιο ποῦ τἄχαμε σαστισμένα. ’Ξέχασα νὰ σᾶς ’πῶ πῶς ἀπὸ τὴ πρώτη νυχτιά, ἀφοῦ εἶδε κι’ ἀπόειδε πῶς τὴν εἴχαμε κακά, μᾶς ἐπρόσταξε νὰ κάνουμε χύσι τὸ μισὸ φορτίο ’ς τὴν φορτοῦνα ἐπάνω γιὰ νὰ γλυτώσουμε τὸ καράβι καὶ τὴ ζωή μας. Τέλος πάντων ἔδωσ’ ὁ Θεὸς καὶ μπουνατσάρισε κομμάτι, κ’ ἔτσι σώσαμε καὶ πιάσαμε ’ς τὸ Τριέστι, μισοπεθαμμένοι, μὲ τὴ ψυχὴ ’ς τὸ στόμα. Ὁ καπετάνιος μας ἤτανε πολὺ συκλετισμένος. Πρώτη φορὰ ποῦ τὸν εἶδα νὰ τὸ πάρῃ ἔτσι κατάκαρδα.. Μὰ εἶχε καὶ δίκηο. Χώρια ἀπ’ τὴ ζημία ’ς τὸ φορτίο ἔπαθε καὶ ἡ ἁρματωσιὰ τοῦ καραβιοῦ. Ὄντας ’πατήσαμε τὴ στεριά, ἔτρεξε ἀμέσως ’ς τὴ πόλι νὰ ζητήσῃ κἀνένα μικρὸ θαλασσοδάνειο, γιὰ νὰ ’ξοικονομήσῃ τὴ περίστασι. Μὰ τοῦ κάκου. Δὲν ηὗρε πουθενὰ ὅθε κι’ ἄν ’πῆγε. Ὁ καπετάνιος μας, φιλότιμος ἄνθρωπος, βλέπετε, ἦταν νὰ σκάσῃ ἀπ’ τὴ στενοχώρια του. Πρώτη φορὰ τότε τὸν εἶδα νὰ τὸ ρίξῃ ’ς τὸ κονιὰκ καὶ τὸ ροῦμι. Πέντ’ ἕξη ’μέραις ποὔμαστε ἀραγμένοι ’ς τὸ λιμάνι, οὔτε ἄχνη τοὔβγαζες ἀπ’ τὸ στόμα. Τὴ νύχτα ’γύριζε ἀργὰ ’ς τὸ καράβι, ἀμίλητος καὶ συλλογισμένος. Μιὰ νυχτιὰ θεοσκότεινη, ἐκεῖ ποῦ ’γύριζε ἀπ’ ἔξω, ’ξανοίγει ’ς τὸ μῶλο ἕνα δέμα, ποῦ ’σκόνταψε ἔξαφνα. Σκύβει ἀπὸ περιέργεια, τὸ παίρνει, τὸ βάζει ’ς τὸ κόρφο του, χωρὶς νὰ τὸν ’δῇ κανένας, γιατὶ ψυχὴ δὲν ’φαινότανε ’ς τὸ δρόμο, ’μπαίνει ’ς τὴ βάρκα μας, ποῦ τὸν περιμέναμε ἐγὼ κι’ ἕνα ἄλλος ναύτης, κι’ ἀναβαίνουμε ’ς τὸ καράβι. Οἱ ἄλλοι ναύταις ’πῆγαν νὰ πλαγιάσουν, καὶ ἐγὼ ἔμεινα ἐπάνω νὰ φυλάω σκοπὸς. ’Κατέβηκε κι’ ὁ καπετάνιος νὰ ’συχάσῃ ’ς τὴ κάμαρά του. Ξεδιπλώνει τὸ δέμα, καὶ τὶ νὰ ἰδῇ! ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα, ἶσα μὲ δέκα χιλιάδες φιορίνια, δηλαδὴ ποῦ λέμε ἀβάντσο ἀπὸ τριάντα χιλιάδες δραχμαῖς..»

— Ἄχ! τί καλά! τί καλά! ἐκραύγασε περιχαρὴς καὶ ἔκπληκτος ἡ Νίτσα, οἱονεὶ ἀνακουφιζομένη ἐκ τῆς ψυχικῆς συντριβῆς.

— Νά, ποῦ καμμιὰ φορὰ ἡ τύχη ’ξεύρει τι κάμνει! παρετήρησεν ἡ Χαρίκλεια, ἥτις εἶχεν ἤδη καταλίπει τὸ κέντημα καὶ ἠκροᾶτο μετὰ προςοχῆς.

— Αἴ, μὰ ἦταν καὶ δίκηο νἄλθουν ἔτσι τὰ πράγματα, προςέθηκεν ὁ Χαρίλαος.

— Σταθῆτε δὰ πρῶτα. «Ὁ καπετάνιος ἅμα εἶδε ἔξαφνα ξένα χρήματα ’ς τὰ χέρια του, δὲ ’θέλησε μήτε νὰ τὰ μετρήσῃ. Ἀμέσως τύλιξε πάλι τὸ δέμα, τὤβαλε ’ς τὸ κόρφο του κι’ ἀνέ-