Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 109.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
109

οἱ ναῦτες τὸν ἐτρέμαμε, μὰ καὶ τὸν ἀγαπούσαμε κι’ ὅλα, γιατὶ μ’ ὅλαις τῇς παραξενιαῖς του εἶχε μιὰ καρδιὰ μάλαμμα. Ἐμένα μὲ συμπαθοῦσε πολὺ καὶ ἤμουνα ἐμπιστεμένος του. Μὰ κ’ ἐγὼ δὰ τὸν ἀγαποῦσα καλλίτερ’ ἀπὸ παιδί μου, γιατὶ βέβαια θὰ εἶχα δέκα-δεκαπέντε χρόνια ’ς τὴ ῥάχι μου πάρα ’πάνω. Τὸ καράβι, ἕνα ἀπ’ τὰ ζηλεμμένα βρίκια τοῦ νησιοῦ μας, καινούργιο, δὲν ἦταν ’λίγος καιρὸς ποὖχε βγῇ ἀπ’ τὰ ’σχαριά, τό ’χε ὀνοματισμένο ’ς τὴ γυναῖκα του, μιὰ πανώρῃα μελαγχροινή, ποῦ τὴν εἶχε στεφανωθῇ ’κείνη τὴ χρονιὰ ’ς τὸ νησί. Καὶ τὴν ἀγάπαε μὲ τόση λαχτάρα, ποῦ ὤμονε ’ς τὤνομά της....

— Καὶ πῶς τὴν ἔλεγαν; ἠρώτησεν ἡ Νίτσα.

— Ἄ! δὲ θυμᾶμαι, ἔτσι νἄχω καλό! ἀπήντησεν ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς ὑπεκφεύγων νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἐρώτησιν τῆς μικρᾶς περιέργου. ’Ξεκινήσαμε λοιπὸν κατὰ ποῦ λέτε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπ’τὴ Μαύρη Θάλασσα, ’περάσαμε τὰ Δαρδανέλλια, ἀνοιχτήκαμε ’ς τὸ πέλαγο, καὶ ἀρμενίζαμε μιὰ χαρὰ γιὰ τὸ Τριέστι. »Ἐμπρὸς παιδιά! μᾶς ἔλεγε ὁ καπετάνιος - ἂν βαστάξῃ ἔτσι πρίμα ὁ καιρὸς καὶ ’πᾶμε γλήγωρα νὰ προφθάσουμε νὰ πουλήσουμε τὸ πρᾶμμα ’ςὲ καλαῖς τιμαῖς, θὰ σᾶς κάνω ἕνα καλὸ μπουναμᾶ μεθαύριο τὴ πρωτοχρονιἀ». Μὰ τί τὰ θέτε, παιδιά μου· ἡ θάλασσα εἶνε ἄπιστη. Λὲς καὶ τὸν ἄκουσε κι’ ἀπ’ τὴ ζήλεια της ἀρχίνησε ν’ ἀγριεύῃ ἀπ’ τὴν ὥρα ’κείνη. Ὁ οὐρανὸς ’ςὲ λίγο σκοτείνιασε καὶ μᾶς πιάνει ἕνας σιρόκος διαολεμένος. Πώ! πώ! τὸ θαλασσοφουρτοῦνα ἦταν ἐκείνη! Δὲν θυμᾶμαι ἄλλη ’ς τὴ ζωή μου. Τὰ κύματα ἔμβαιναν ’σὰν βουνὰ ἀπὸ τὴν πλώρη καὶ σάρωναν τὸ κάσσερο πέρα - πέρα. Τὴ νύχτα δυνάμωσε ὁ ἀγέρας ’ςὲ τέτοιο τρόπο, ποῦ μᾶς ἅρπαξε τἄρμενα καὶ κατάκυψε καὶ ’ξάρτια καὶ ἄλμπουρα· ἀπὸ τρίχα νὰ ’πᾶμε ὅλοι φοῦντο μὲ τὸ καράβι. ’Κεὶνη τὴ νυχτιὰ - τὸ συλλογιοῦμαι ἀκόμα κι’ ἀνατριχιάζω - ἔνα κῦμα θεόρατο, μὲ τὴν ὁρμὴ ποὔσκασε, ἁρπάζει ἕνα ναυτόπουλό μας ἀπ’ τὴ κουπαστὴ καὶ τὸν ἔρριξε νὰ τὸν καταπιῇ ἡ θάλασσα. Τὸ ἄμοιρο παιδί… Θεὸς συχωρέσοι το!… Ἦταν γραφτό του νὰ χαθῇ ἔτσι....

— Ἄχ, τὸ καϋμένο! ὑπέλαβε καὶ αὖθις ὑπόδακρυς ἡ Νίτσα διαθρυπτομένη ὁλονὲν ἐκ τῆς διηγήσεως.

— Λοιπὸν νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ - ἐξηκολούθησεν ὁ πολιὸς ναυτικὸς ἀπολείβων καὶ οὗτος ἓν δάκρυ ἐκ τοῦ κανθοῦ τῶν ὀφθαλμῶν - δύο μερόνυχτα ’παλεύαμε ἔτσι μὲ τὰ στοιχεῖα. Ἀπὸ στιγμὴ ’ςὲ στιγμὴ ’καρτερούσαμε κ’ ἐμεῖς τὴν ἴδια μοῖρα. Ὁ καπετάνιος-καλή του ὥρα - ἆ! ἔπρεπε νὰ τὸν βλέπατε τότε νὰ