Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 108.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
108

σόφος! προςέθηκαν ἡ μεγαλειτέρα ἀδελφὴ Χαρίκλεια ὑπομειδιῶσα πονήρως χωρὶς ν’ ἀνεγείρῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ τοῦ κεντήματος, εἰς ὃ ἐνησχολεῖτο.

— Ἄκουσε, Χαρίλαε — ἔσπευσε νὰ ἐξακολουθήσῃ ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς συνδιαλλάσσων τὰ ἐξεγειρόμενα πνεύματα τῶν νεαρῶν συνομιλητῶν. Ἐσὺ δηλαδὴ θὲς νὰ ’πῇς πῶς πρέπει κανένας νὰ κάμῃ τὸ καλὸν ὄχι γιὰ νὰ τὸ μαθαίνῃ καὶ τὸν παινεύῃ ὁ κόσμος, ἀλλὰ νὰ τὸ ξεύρῃ κρυφὰ μέσα ἡ ψυχή του καὶ νὰ χαίρεται....

— Μάλιστα, αὐτὸ ἐννοῶ, Κυρία, σὺ ποῦ χαμογελᾷς, ὑπέλαβεν ὁ Χαρίλαος ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν Χαρίκλειαν. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχει ἀξίαν μόνον ὅταν βγαίνῃ μέσ’ ἀπὸ τὴν συνείδησιν κανενός, καὶ ὄχι ὅταν γίνεται πρὸς ἐπίδειξιν. Δὲν λέγω, βέβαια, πῶς δὲν ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ἐνάρετοι, ἀλλὰ τοὺς ἀρέσει περισσότερον νὰ ἐπιδεικνύουν τὸ καλὸν ποῦ κάμνουν παρὰ νὰ τὸ κρατοῦν κρυφὸ ’ς τὴν ψυχήν των.

— Μάθε λοιπόν, παιδί μου, ἐξηκολούθησεν ὁ γηραιὸς ναυτικός, πῶς εἷδα ἐγὼ ἀνθρώπους νἆνε τίμιοι καὶ καλοί, ὄχι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἀπὸ φόβο ἢ ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ζήσουν δίχως τιμὴ καὶ αἴσθημα, ὅπως δὲν ’μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσῃ χωρὶς φῶς καὶ ἀγέρα.

— Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω αὐτὸ! Οἱ ἄνθρωποι εἶνε τίμιοι καὶ καλοί, ἐπειδὴ αὐτὸ τοὺς συμφέρει περισσότερον παρὰ νὰ ἦσαν κακοί. Αὐτὸ παραδέχομαι ἐγώ.

— Ἄκουσε λοιπόν, νὰ σοῦ διηγηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, καὶ θὰ ’δῇς πῶς εἶσαι ἀπατημενος, παιδί μου....

Καὶ ὁ ἀγαθὸς γέρων, συνδαυλίζων τὸ πῦρ τῆς ἑστίας ἤρξατο ὡς ἑξῆς:

— «Θἆνε τώρα πολλὰ χρόνια περασμένα. Ἐταξειδεύαμε τότε τὴ Μεσόγειο καὶ τὴ Μαύρη Θάλασσα καὶ κἄπου-κἄπου ξανοίγαμε καὶ τὸν Ὠκεανὸ πέρ’ ἀπ’ τὸ Γιβραλτάρι. Θυμάμαι, ἤμουνα λουστρόμος ’ς ἕνα καράβι, ποῦ τὸ φορτώσαμε ξυλεία ἀπὸ τὸ Βατοὺμ γιὰ τὸ Τριέστι. Ἦταν βαρυχειμωνιά, καλὴ ὥρα ’σὰν καὶ σήμερα, Δεκέμβρης μῆνας. Τὰ νερὰ ἐπάνω ’ς τὸν Ποταμὸ ἦσαν παγωμένα. Ὁ καπετάνιος μας - ξεχνῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ τ’ ὄνομά του - τριάντα ὡς τριανταδυὸ χρόνων ἄνδρας, ἔμμορφος, ψηλός, ἀνδρειωμένος, μὲ κἄτι πλάταις ἀτσαλένιες καὶ μὲ κἄτι μάτια ὅλο φωτιά, ἦταν ἀπὸ τοὺς ’ξακουσμένους ναυτικοὺς τοῦ νησιοῦ μας. Σωστὸ παλληκάρι, μὰ γνωστικὸ καὶ φρόνιμο ’ςὰν κοπέλλα. Ὅλοι