Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 070.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
70

τριμμένη, λιθοβολοῦσα σε ἐν τῇ ἀκινδύνῳ ὀργῇ της, ὡς εἰς τὸ περιπαθὲς δημοτικὸν ἆσμα,

Στὸ περιγιάλι κάθουνται τῶν ναύτων ἡ γυναῖκες,
Ἔχουν γουλιὰ στὸν κόρφο τους, χαλίκια στὴν ποδιά τους,
Τὴ θάλασσα πετροβολοῦν, τὴ θάλασσα λιθιάζουν,
Θάλασσα ποῦν’ οἱ ἄνδρες μας, ἄχ! ποῦνε οἱ καλοί μας.

Ἡ κόρη ῥεμβὴ μάτην ἀναμένει νὰ τῆς ἀποδώσῃς, ὦ θάλασσα, τὴν λατρείαν της, τῶν ἡμερῶν της τὸ χάρμα, μάτην δέεται τῶν κυμάτων σου καὶ τῆς αὔρας, ἥτις φιλεῖ τὰς γαλανὰς παρειάς σου· συντρίβεται ἐκ τῶν γόων της τοῦ διαβαίνοντος ναύτου ἡ καρδία, λησμονεῖ τὸν οἴακα καὶ τὰ ἱστία· σὺ μόνη μένεις ἀνάλγητος εἰς τὰς ἱκεσίας της σὺ μόνη δὲν θὰ ἐξαγγείλῃς ποτὲ τοὺς λόγους τῆς στοργῆς, οὓς ἐμπιστεύεται εἰς σὲ ἡ συντετριμμένη καρδία της, τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς τρυφερούς, τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν θὰ ἀκούσῃ ὁ δύσμοιρος ναυτίλος.

Κορίτζι ἀγγελοκάμωτο κ’ ἐρωτοπληγωμένο
Στὸ παραθύρι τοῦ γιαλοῦ ἐγλυκοτραγουδοῦσε,
Τὰ κύματα παρακαλεῖ καὶ στὸν ἀέρα λέγει,
Ὅπου κ’ ἂν δοῦν τὸν ἀγαπᾷ νὰ τῆς τὸν χαιρετᾶνε,
Κ’ ἐκεῖ καράβι διάβαινε, μὲ τὰ πανιὰ ἁπλωμένα·
Ναύταις π’ ἀκοῦνε τὴ φωνὴ καὶ βλέπουν τέτοια κάλλη,
Ἀλησμονοῦνε τὰ πανιὰ κ’ ἀφίνουν τὴ δουλειά τους,
Νὰ ταξιδέψουν δὲν ’μποροῦν κι’ ἀλλ’ οὔτε ν’ ἀρμενίσουν,
«Σύρτε καράβια στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα.
Τί ἐγὼ δὲν ἐτραγούδισα, γιὰ ναύταις, γιὰ καράβια,
Παρακαλῶ τὰ κύματα, μὲ τὸν ἀγέρα κρίνω.
Καὶ στέλνω χαιρετίσματα στὸν κλέφτη τῆς ἀγάπης.

Ἂν ἦτο δυνατὸν ἡ μορφή σου, ὦ θάλασσα, νὰ ἐξαγγείλῃ τὴν ἀδυσώπητον σκληρότητά σου, ἔπρεπε πάτοτε νὰ μαίνεσαι· πάντοτε οὐρανοϋψῆ, ἀφρόεντα νὰ ἐγείρῃς τὰ κύματά σου, ἅτινα τοσάκις κρύπτεις ἐνεδρεύοντα ὑπὸ τὴν φιλομειδῆ γαλήνην σου, ὡς τὸν κροταλίαν ἡ ἀνθοστεφὴς πόα, ὡς οἱ χλοάζοντες λειμῶνες τὴν τίγριν· ἔδει, μαστιγουμένη ὑπὸ τῆς καταιγίδος, ἀτελεύτητον νὰ βρυχᾶσαι ἐν ἁρμονίᾳ τοῦ κεραυνοῦ, πλήττουσα τοὺς βράχους, ὧν ἕλκεις ἐν τοῖς κόλποις σου τὰ συντρίμματα. Οἱ τυφῶνες, οἱ λαίλαπες, αἱ ἀστραπαί, αἱ βρογχώδεις κραυγαί σου, οἱ συριγμοὶ τῆς νεμομένης τὴν κοχλάζουσαν ἐπιφάνειαν σου θυέλλης, ἔπρεπεν ἀκοίμητοι νὰ ψάλλωσι πάντοτε τὸ στυγνὸν μεγαλεῖον σου. Δὲν