Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 067.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
67

λεύσεως ἢ τοῦ προορισμοῦ των. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου λοιπὸν τὸ σμυρναίϊκο ἦτο, καθ’ ἃ ἔμαθον κατόπιν, τὸ Cambodge τῆς ἑταιρίας τῶν γαλλικῶν θαλασσίων διαπορθμεύσεων κατευθυνόμενον εἰς Σμύρνην.

Ἔστρεψα ἀμέσως τὴν κεφαλὴν καὶ εἶδον ἄντικρυ τῆς πρώρας μας δύο ἀπαισίους λάμποντας ὀφθαλμούς, ὡς ἐναλίου τέρατος, τὸν ἕνα πράσινον, τὸν ἕτερον ἐρυθρόν, οἵτινες προσέβλεπον ἡμᾶς ἀγρίως· ἦσαν οἱ πλοϊκοὶ τοῦ ἀτμοπλοίου φανοί. Τὴν ἀφ’ ἡμῶν ἀπόστασιν δὲν ἠδυνάμην ἕνεκα τοῦ σκότους νὰ ἐκτιμήσω ἀκριβῶς, διότι μόνον ὁ ὄγκος τῆς μετόπης τοῦ ἀτμοπλοίου διεφαίνετο ἀορίστως, εἰς τὰ πλευρὰ καὶ ὕπερθεν τῆς ὁποίας ἔλαμπον ἑκατέρωθεν οἱ ἐρυθροπράσινοι ὀφθαλμοί του.

Ἀλλ’ ἡ εἰσπνοὴ καὶ ἡ ἐκπνοὴ τοῦ κήτους, τὸ ὁποῖον διὰ τῶν πλαγίων στομάτων του ἐξήμει ἀτμοὺς καὶ ἀφρώδη ὕδατα, ὁ ῥόχος τῶν αὐλῶν τῆς ἰσχυρᾶς μηχανῆς του, καὶ τῆς ἕλικος ὁ ὑπόκωφος δοῦπος ἠκούοντο εὐκρινῶς. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπέχῃ ἀφ’ ἡμῶν πλέον τῶν ἑπτακοσίων μέτρων.

— Γιὰ τὸ Θεό, ἄναψε γλήγωρα τὸ φανάρι, Γιώργη

— Ἄχ, ἀφεντικό μου, τὸ λησμόνησα.

— «Δυστυχία! Κάργα λοιπὸν τὰ κουπιὰ ὅλο δεξιά.»

Ἡ ὁδηγία δὲν ἦτο ἀνόητος· ἦτο μάλιστα ἂν θέλετε σύμφωνος καὶ πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ διεθνοῦς ναυτιλιακοῦ κανονισμοῦ. Ἂν τὸ ἀτμόπλοιον ἐτήρει ἀμετάβλητον πορείαν, πρὸ τῆς συναντήσεως, ἕνεκα τῆς κινήσεως ἡμῶν ταύτης, ὁ ἀριστερὸς τοῦ ἀτμοπλοίου φανός, ὁ ἐρυθροῦς ἤθελεν ἀποκρυβῆ ἀφ’ ἡμῶν, θὰ διήρχετο δὲ ἀριστερόθεν τῆς λέμβου μας.

Ἀλλὰ πρὸς μεγίστην μου ἀπόγνωσιν καὶ το ἀτμόπλοιον, ἀποφεῦγον φαίνεται τὴν γειτνίασιν τῶν ἀκτῶν τῆς Δήλου ἐστράφη πρὸς ἀριστερά, ὥστε ἡ κίνησις ἡμῶν οὐ μόνον δὲν μᾶς ἔσωζε, ἀλλ’ ἔφερεν ἡμᾶς μοιραίως πρὸς τὴν σπαθωτὴν πρῶραν του. Ἡ μεταξὺ ἡμῶν ἀπόστασις ἐσμικρύνετο. Ὁ λεμβούχος κατέλιπε τὰς κώπας· τί νὰ πράξῃ, δεξιὰ νὰ κινηθῇ ἢ ἀριστερά; Ἦτο ἄσκοπον νὰ ἐπαναληφθῇ, ὑπὸ συνθήκας τόσον ὀλίγον εὐαρέστους, ἡ ἀστεία ἐκείνη κίνησις τῶν συναντωμένων ἐπὶ τῶν πεζοδρομίων, οἵτινες, ἀφοῦ δεκάκις κινηθῶσιν ἀμφότεροι κατὰ τὴν αὐτὴν διεύθυνσιν τότε μόνον κατορθώνουν νὰ ἀπαλλαγῶσιν ἀλλήλων, ὅταν ὁ διαθέτων μεταξὺ αὐτῶν πλείονα κεφάλαια νοημοσύνης ἐννοήσῃ, ὅτι πρέπει νὰ σταθῇ ἀκίνητος. Ἠρχίσαμεν νὰ κραυγάζωμεν· μωρία, διότι ὅταν ἐν τῷ μέσῳ τῶν μυκηθμῶν τοῦ μεγαθηρίου θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀκουσθῆ ἡ φωνή μας, ἡ σύγκρουσις ἦτο ἀναπόφευκτος, διότι τότε οἱοσδήποτε τοῦ ἀτμοπλοίου οἰακισμὸς ἤθε-