Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 046.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
46

νον· ἡ ταραχὴ εἰς τὴν ὁποίαν μὲ ἐνέβαλλεν ἡ παρουσία της, ἐκράτυνε τὴν ἀπειρίαν κ’ ἐπλήθυνε τὴν δειλίαν μου.

Ἓν ἀπόγευμα, γλυκὺ δειλινὸν φθινοπώρου, ὕστερα ἀπὸ βροχὴν, ὅτε ἡ φύσις λάμπει κατάχλωρος, γεμάτη ἀπὸ εὐωδίες καὶ ἡ ψυχὴ κατέχεται ὑπὸ τῆς δίψης τοῦ ἀγνώστου, ὡς οὐδέποτε ἄλλοτε, καὶ οἱ πόθοι δελεάζουν γλυκύτατα, καὶ οἱ ἔρωτες ἀόρατοι περιΐπτανται πρὸς θήραν καρδιῶν, ἕνα τοιοῦτον ἀπόγευμα ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι ἡ Χρυσούλα. Ποτὲ δὲν τὴν εἶχα ἴδει τόσον ὡραίαν καὶ τόσον προκλητικήν· ἐκόπησαν τὰ γόνατά μου, ἴλιγγος μὲ κατέλαβεν. Ἐνῷ ἐκείνη ἀνήρχετο τὴν σκάλαν, ἐγὼ κατέβην εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὴν ἐπερίμενα κολλημένος εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἐξώπορτας. Μετ’ ὀλίγον κατῆλθε καὶ αὐτή· εἴμεθα μόνοι μας· μὲ εἶδεν, ὠχρίασεν, ἐστάθη, κατέπιε μὲ ἀγωνίαν, μισάνοιξε τὸν θύραν, ἐτοποθετήθη εἰς τὸ μισάνοιγμα τῆς θύρας ὡς μέσα εἰς πλαίσιον, καὶ μοῦ εἶπε σιγά:

— Κὺρ Κωστῆ, ἔχω ἕνα παράπονο ἀπὸ σένα.

— Τί παράπονο.

— Εἶπες γιὰ μένα ἕναν κακὸ λόγο.

— Τίνος;

— Τοῦ Σπύρου.

Ὁ Σπύρος ἦτο συμμαθητὴς καὶ φίλος μου.

— Ἐγώ νὰ εἰπῶ λόγο γιὰ σένα! δὲν ξέρω τί μοῦ λές· καὶ τί εἶπα;

— Ντρέπομαι νὰ ’ς τὸ πῶ· τὸ εἶπες ναί· καὶ νὰ ξέρῃς θὰ τὸ εἰπῶ τ’ ἀφεντικοῦ μου.

— Μὰ πές μου ἐπὶ τέλους τί εἶπα;

— Νά! τοῦ εἶπες… πῶς.. μ’ ἀγαπᾷς. Ἀλήθεια εἶνε;

Καὶ τὰ μάτια της ἐφωσφόριζαν καὶ ὑπέφρισσον τὰ χείλη, καὶ τὰ στήθη ἀνεκινοῦντο, καὶ προέκυπτον αἱ