— Μὰ δὲν βλέπω τί ἄλλο πρέπει νὰ κάμω. Ἦτο ἡ πρώτη ἄμυνα.
Ἐγένετο ἀνακωχὴ πέντε λεπτῶν. Τὰ χείλη ἐκείνου ἦσαν ἕτοιμα διὰ γενναίαν ἐπίθεσιν· αἱ χεῖρες ἐκείνης προπαρεσκευάζοντο διὰ γενναιοτέραν ἄμυναν, ἥτις ἠδύνατο νὰ φέρῃ καὶ χαρακτῆρα ὑπερβάσεως.
— Λοιπὸν δὲν αἰσθάνεσαι κανένα ζῆλον πρὸς ἄλλα ἀντικείμενα ἐκτὸς τῶν ἀνοήτων αὐτῶν βιβλίων;
— Οὐδένα.
— Καὶ ἐὰν εὑρίσκετο κανεὶς νὰ σοῦ ἔλεγεν ὅτι;…
— Θὰ τὸν ἐθεώρουν ἀνόητον.
— Καὶ ἐὰν ἤμην ἐγώ;
— Θὰ ἐπέμενον εἰς τὴν γνώμην μου.
— Δὲν μὲ ἀγαπᾷς λοιπόν, Ἑλενίτσα μου;
— Ὄχι.
— Ν’ ἀπελπισθῶ· δὲν μὲ ἀγαπᾷς;
— Ὄχι, σᾶς λέγω ἐκ δευτέρου.
Ἡ σιωπηρὰ ἀνακωχὴ ἐπανελήφθη. Ὁ Πλάτων ἐστηρίχθη ἐλαφρῶς ἐπὶ τοῦ γλαφυροῦ γραφείου καὶ παρετήρει μὲ ἀπλανὲς βλέμμα ἐπ’ ἀνοικτοῦ βιβλίου.
— Μὲ ἀγαπᾶς, ἀνεφώνησεν ἔξαλλος ἐκ τῆς χαρᾶς, μὲ ἀγαπᾷς, Ἑλενίτσα…
— Καὶ πῶς τὸ ἀνεκάλυψες; Ἠρώτησεν ἔκπληκτος ἐκείνη.
— Μοῦ τὸ εἶπεν αὐτὸ τὸ βιβλίον. Εἶνε ἡ γραμματικὴ σου, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχεις τυφλὴν ὑπακοήν. Δὶς μοὶ ἠρνήθης, ὅταν σοῦ εἶπον, ὅτι μὲ ἀγαπᾷς· λοιπὸν παρατήρησε τὶ γράφεις ἐδῶ: «Δύο ἀρνήσεις κάνουν μίαν κατάφασιν.»