Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 340.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
340

Τετέλεσται! Ὁ κ. Ῥακῆς πείθει ἑαυτὸν ὅτι ἐθεραπεύθη ἐντελῶς ἀπὸ τοῦ ἐρωτικοῦ του πάθους καὶ εἶνε ἕτοιμος νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἡμερησίαν διάταξιν, ὅτε διακρίνει ἐπὶ τοῦ γραφείου του τὸ χθεσινὸν αὐτόγραφον τῆς Ἀθηνᾶς ἀποπειρώμενον νὰ τὸν διαψεύσῃ. Ὁρμᾷ ὡς λέων καὶ τὸ καταξεσχίζει καὶ ἐν τῇ λύσσῃ του δὲν φείδεται οὐδὲ τῆς γενομένης ἤδη ἀπαντήσεως, εἰς ἣν ἐννοεῖ νὰ δώση τύπον ultimatum καὶ γράφει ὡς ἑξῆς:

Κυρία,

«Φαίνεται ὅτι ἐπιθυμεῖτε διακοπὴ σχέσεων. Ἔστω. Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν ὅπως δώσω πέρας εἰς τὴν κωμῳδίαν αὐτήν. — Συγχωρέσατε τὴν μωρίαν, ἣν ἔδειξα νομίζων ὅτι ἔχετε καρδίαν. Χαίρετε.»

Ἤδη ἡ κ. Ἁρπάγου παρίστατο ἐνώπιον τοῦ ἐπιστολογράφου, ὅλως ἀπὸ τὴν ἀνάποδη ἡ δὲ μνήμη του ἐσημείου μόνον τὰ μέλανα μέρη τοῦ παρελθόντος καὶ μὲ πόνον ἀνελογίζετο τὰς ὑλικὰς καὶ ἠθικὰς θυσίας, εἰς ἃς εἶχεν ὑποβληθῆ χάριν τοιούτου τέρατος. — Πρὸς στιγμὴν ἐμελέτησεν ἐκδίκησιν, ἀλλ’ ἡ γενναιότης του ἠρκέσθη εἰς τὸ σύντομον γράμμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐλάμβανεν ἡ χήρα τὴν αὐτὴν ἑσπέραν ὡς κεραυνόν.

Καὶ ἔστη πρὸς στιγμὴν ὅπως ἀναμετρήσῃ τὴν ἐντύπωσιν, ἣν θὰ προξενήσῃ ἡ ἐπιστολή του εἰς τὴν κ. Ἁρπάγου. Τὴν ἐφαντάσθη εἰρωνικῶς προσβλέπουσαν εἰς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὑπογραφῆς καὶ ζητοῦσαν τὸ κομψὸν χαρτομάχαιρόν της ὅπως τὴν ἀνοίξῃ!… τὸ χαρτομάχαιρον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τῇ προσέφερεν αὐτὸς καὶ τὸ ὁποῖον δίκοπον ἐνεφανίζετο ὅπως πλήξῃ τὴν καρδίαν του, ἵνα εὑρεθῇ πάλιν φεῦ! ἐντὸς αὐτῆς ἡ Ἀθηνᾶ! ἡ ἀχάριστος! Πόσα ἄλλα προσέτι ἐνθυμήματα τῇ εἶχε προσφέρει!

Καὶ ἀπὸ τῶν ἐνθυμημάτων μηχανικῶς ὁ νοῦς του μεταβαίνει εἰς ἀναμνήσεις σχετικὰς καὶ γίνεται παράταξις τῶν στιγμῶν, καθ’ ἃς ἕκαστον τῇ ἐδόθη καὶ τῶν συγκινήσεων, ἃς προεκάλεσεν, ἡ δὲ καρδία του βαθμηδὸν μαλάσσεται ὡς πρόστυχον κηρίον καὶ ὡς ἄνθρωπος δίκαιος ἀνομολογεῖ ὅτι ἡ καϋμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἔχει καὶ τὰ καλά της καὶ καταντᾷ εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ῥῆξις τῶν σχέσεων πρέπει μὲν ἀφεύκτως νὰ γίνῃ, ἄλλα μὲ τρόπον ἤπιον, δηλ. ὅτι πρέπει νὰ χωρισθῶσιν ὡς καλοὶ φίλοι.

— Εὐτυχῶς, εἶπε καθ’ ἑαυτόν, δὲν ἐστάλη καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἡ βάναυσος! θὰ γράψω ἄλλην. Καὶ ἀρχίζει τὴν τρίτην ἐπιστολήν, ὡς ὲξῆς:

Ἀγαπητή μου Αθηνᾶ,

«Μετὰ βαθείας λύπης ἀνέγνων τὸ τελευταῖόν σου γράμμα. Φαίνεται ὅτι ἡ εὐτυχία, εἶνε βαρὺ φορτίον! Εἶσαι τῳόντι σκληρά, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ὁμολόγησον ὅτι οὐδὲ στιγμὴν μίαν σὲ ἐλύπησα κατὰ τὸ διάστημα....»