Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 339.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
339

ἀλλὰ καὶ Ἀθηνᾶ. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ἐπανερχόμεθα εἰς τὸ ἀπασχολοῦν ἡμᾶς θέμα, δηλαδὴ τὴν στενοχωρίαν τοῦ θετοῦ ἡμῶν συμπολίτου ἐπὶ τῇ χθεσινῇ ἐκ Πατρῶν ἐπιστολῇ τῆς ὡραίας Ἀθηνᾶς.

Διατὶ ὁ ἁπλοῦς καὶ ἄκακος ὑπαινιγμὸς ὁ ἐν τῇ ἐπιστολῇ τῆς χήρας περὶ εὐγενοῦς τινος λοχαγοῦ τοῦ πυροβολικοῦ διαμένοντος ἐν Πάτραις ἐπυρπόλησε τὴν καρδίαν τοῦ τέως παρηγόρου ἀγγέλου τῆς πενθούσης, ὅστις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἔτι ὡς Ἀθηναῖος πλέον κτηματίας ἠρίθμει μετὰ ζήλου τὰς ἐλαίας ἐν τῷ ἐλαιῶνι τῆς Πολιούχου; Ὑπώπτευσεν ἴσως καταπάτησιν;

Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου θὰ ἀποφανθῇ ὁ χρόνος.

Ἐν τούτοις ὁ κ. Ῥακῆς ἔγνω νὰ δειχθῇ ἀνὴρ καὶ λαβὼν τὸν κάλαμον ἐσκέφθη ὅτι εἶνε ἐπὶ τέλους ἐξευτελιστικὸν νὰ καταντᾷ μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ὑποχείριος μιᾶς χήρας, ὅτι δὲ ἔδει νὰ φανῇ κύριος ἑαυτοῦ καὶ ἔγραψε μὲ στερρὰν ἀπόφασιν σιωπώσης τῆς καρδίας τὴν ἀκόλουφον νόταν εἰς ἀπάντησιν:

Ἀγαπητή μου φίλη,

«Δὲν θὰ σᾶς γράψω περὶ τῆς λυπηρᾶς ἐντυπώσεως τὴν ὁποίαν ἔσχον ἐκ τοῦ γράμματος σας, ἀφοῦ βεβαίως ὀλίγον περὶ ταύτης φροντίζετε. Μοὶ ἀρέσκουν ὅμως αἱ ἐξηγήσεις καὶ ἐπιθυμῶ νὰ γνωρίζω ἂν ἐξακολουθῆτε νὰ αἰσθάνεσθέ τι δι’ ἐμέ. Ἐν περιπτώσει ἐν τούτοις, καθ’ ἣν ἡ πρός με τρυφερότης σας εἶνε ἐπιθάνατος, ποιοῦμαι ἔκκλησιν εἰς τὴν εἰλικρίνειάν σας καὶ σᾶς ζητῶ μίαν λέξιν ὡρισμένην ὅπως κανονίσω τὴν μέλλουσαν πορείαν μου.»

Ὁ κ. Ῥακῆς ἐσφράγισε τὴν ἐπιστολὴν καὶ παρεδόθη εἰς σκέψεις, ἃς μηχανικῶς ἐζήτησε μετ’ ὀλίγον νὰ ποικίλῃ δι’ ἀναγνώσεως ποιηματίων τοῦ Gautier καὶ κατὰ σύμπτωσιν ἤνοιξε τὸ τομίδιον εἰς τὸ τρυφερώτατον διαλογικὸν ἀριστούργημα la fuite το ὁποῖον ἄλλοτε ἀνεγίγνωσκε μετὰ τῆς Ἀθηνᾶς ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ μὲ τὰ σχετικὰ σχήματα καὶ ἰδιώματα. Ἀλλ’ ὡς ἦτο ἑπόμενον ὁ Gautier δὲν τὸν ἐνεθουσίασε τὴν φορὰν ταύτην διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι ὁ κ. Ῥακῆς εἶχεν ἀλλοῦ τὸν νοῦν του. Ἔκλεισε λοιπὸν τὸ βιβλίον καὶ μετὰ τοῦ βιβλίου τοὺς ὀφθαλμοὺς κατάκοπος καὶ ἀγανακτῶν διὰ τὴν ἀνοησίαν, ἣν εἶχε νὰ μὴ κοιμηθῇ τὴν νύκτα. Πλὴν μάτην· ὅ,τι δὲν ἔβλεπε πρὸ μικροῦ μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμούς, παρίστατο ἤδη ἐνώπιόν του, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ πάνοπλος μὲ τὸ εἰρωνικόν της μειδίαμα καὶ ἕτοιμος νὰ τὸν κυριεύσῃ κατὰ κράτος!

Ἡ ψυχολογική του κατάστασις δὲν ἐπιτρέπει τοιαῦτα ἀστεῖα καὶ ὁ κ. Ῥακῆς εἰς βρασμὸν ψυχικῆς ὁρμῆς ἀποφασίζει νὰ περιφρονήσῃ τὴν ἅρπαγα τῆς καρδίας του κυρίαν Ἁρπάγου, ἣν οὕτως ἐννοεῖ ἐφεξῆς νὰ ἀποκαλῇ καὶ θεὶς τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς καρδίας ἀνεφώνησε σαρκαστικῶς:

— Περάστε ἔξω κυρία Ἀθηνᾶ.