Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 288.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
288

Τὸν φωνάζει καὶ τοῦ λέγει μιὰν ἡμέρα: — αἴ Δερβίσση!
Εἶσαι ἄνθρωπος μ’ ἀξία καὶ ’σ τὸν κόσμο ξακουστός.
Εἶναι κρῖμα ἡ φωνή σου ἐδῶ μέσα νὰ χαθῇ!…
Κ’ ἐπειδ’ οἱ παλῃοὶ χοντζάδες, ἀπὸ ποιὸ παλῃὰ συνήθεια,
Πέρνουν ἀπὸ πέντε ἄσπρα ὁ καθένας γιὰ βοήθεια,
Πάρε δέκα, καὶ πορεύσου ὅπου ἡ Δόξα σὲ ποθεῖ!…
Ἐσυμφὤνησ’ ὁ δερβίσσης κ’ ἔφυγε ’σ τὰ πεταχτά.
Μὰ σὲ ’λίγαις πάλι μέραις νά σου τὸν καλό σου ’πίσω:
— Ἄχ! μ’ ἐζημίωσες ἐφένδη κ’ ἦλθα νὰ σ’ τ’ ὀμολογήσω:
Μὧχεις δώσει γιὰ νὰ φύγω, δέκα ἄσπρα μαζεχτά.
Μὰ ἐκεῖ ποῦ ’πῆγα, μὤχουν δόσει εἴκοσι τὴν ὥρα,
γιὰ νὰ φύγω… τί τὰ νὰ κάμω; Δὲν τὰ δέχθηκα ὡς τώρα…»
Γέλασ’ ὁ Ἐμίρης κ’ εἶπε: — Ὄχι μὴ δεχθῆς ποτέ,
Γιατί ἔτζι θὰ σοῦ δώσουν ἴσως κ’ ἑκατό, κουτέ!…


ΛΟΓΙΑ ΣΟΦΑ
I

Βλέπει τὸ στάρι τὸ πουλί, καὶ φεύγει ἀγάλι - ’γάλι
Σὰν νειώσῃ μέσα ’σ τὸ κλουβὶ σιμὰ φτωχὸ πουλί.
Πάρε καὶ σὺ ἀπ’ τοὺς καϋμοὺς τῶν ἄλλων συμβουλή,
Γιὰ νὰ μὴν πάρουν ὕστερα ἀπ’ τοὺς δικούς σου ἄλλοι.

II

Ἀρώτησαν τὸν βασιληά: — Γιατὶ τὰ δαχτυλίδια
Τὰ βάνουνε — ὅσοι τἄχουνε!… — στὸ χέρι τὸ ζερβό,
Μιά ποὖναι τ’ ἄλλο στὴ δουλειὰ καθὼς καὶ ’σ τὰ παιχνίδια
Χίλιαις φοραὶς καλλίτερο καὶ πειότερ’ ἀκριβό;
Κι’ ὁ βασιληᾶς ἀπήντησε: — Καὶ δὲν τὸ ξέρεις τάχα;
Ὁπ’ ἔχει τὴν ἀξία του μένει μ’ αὐτὴ μονάχα.

III

Σὰν δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς, τὸ δίχτυ τοῦ ψαρρᾶ
Ψαράκι δὲν θὰ πιάσῃ,
Καὶ ψάρι, ποῦ ἡ ὥρα του δὲν ἔχ’ ἀκόμα φθάσει,
Δὲν θενὰ σβύσῃ καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ξηρά.