Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 274.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
274

σιν καὶ τὴν μεγάλην ψυχὴν ὅτι, καίπερ εἰς ἄλυτον σκοτίαν ἕνεκεν τῆς ἀπωλείας τῶν ὀφθαλμῶν ζῶν, διετήρησεν ὅμως ἀπαραμείωτον φαιδρότητα καὶ εὐθυμίαν εἰς ὅλα αὐτοῦ τὰ στιχουργήματα. Οὐκ ὀλίγα ποιήματα καὶ ἰδίως ἐπιγράμματα ἐξεπόνησεν εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἰς ἰάμβους καὶ δακτυλικὸν ἐξάμετρον. Ἀλλὰ καὶ τοῦ πεζοῦ λόγου ἦν ἐγκρατέστατος, καταλιπὼν ἀξιολόγους συγγραφὰς ὧν ἡ μᾶλλον περισπούδαστος ἦν ἡ βιογραφία τοῦ Στεφάνου Καραθεοδωρῆ, ἣν συνέταξε κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Συλλόγου.


ΕΥΕΛΠΙΣΙΑ

Ἀφ’ ὅτου ὁ Κόσμος ’στήθηκε – τὸ ξεύρω, τὸ λογιάζω –
ἡ Τύχη στρέφει τὸν τροχό, κι’ αὐτός, ’ς τὸ κύλημά του,
παίρνει ’ς τὴ σβάρνα ὅ,τι βρῇ, τὸ ἄνου κάμνει κάτου,
κάμνει φτωχὸ τὸν πλούσιο κι’ αὐθέντη τὸν βαστάζο.


Μὰ ξεύρω κι’ ἄλλο κἄτι τί, θωρῶ καὶ κἄτι ἄλλο:
Ἡ Τύχ’ εἶν’ ἀλλοπρόσαλλη δουλεύτρια τοῦ Πλάστου,
ποῦ κάμνει, τόσον ἄστατη, τὰς σταθερὰς βουλάς Του,
ὡς νὰ γενῇ τὸ σχέδιο τοῦ Κόσμου, τὸ μεγάλο,


Πρέπει λοιπόν, ἂν ἐχθρικὰ μία στιγμὴ μ’ ἐστάθη
ἡ Τύχη, πὤχει ἔργο της αὐτὸ τὸ νταραβέρι,
ξεχνῶντας κάθε χειμωνιὰ πῶς φέρνει καλοκαῖρι,
νὰ χάσω ἀπ’ τὴν ἀπελπισιὰ τ’ αὐγὰ μὲ τὸ καλάθι;


Ὄχι: Κι’ ἂν χάσω θησαυρούς, κορώνα ἀπ’ τὸ κεφάλι,
ποῦ ἦταν δίκῃο κτῆμα μου, ποῦ τ’ ἄξιζα ἀπ’ ἀλήθεια,
Τύχη στραβὴ μὲ μάχεται, μοῦ εἶν’ ὁ θεὸς βοήθεια, –
μὲ ὑπομονὴ καὶ θέλησι θὰ τ’ ἀποκτήσω πάλι.

Γ. Μ. Βιζυηνός