Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 248.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
248

— Δὲν τὸ ἠξεύρω, ἐμένα ὅμως μ’ ἐπλήγωσε πρὸ πάντων καὶ μ’ ἐφαρμάκωσε ὁ τρόπος των, ἡ ἀπάθειά των, ἡ ἀδιαφορία των, μὲ ἐννοεῖς;

— Εἰς αὐτὸ βέβαια ἔχεις δίκαιον....

— Δίκαιον; Ἄκουσε! Πηγαίνω χθὲς εἰς ἑνὸς φίλου μου, τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσα καλλίτερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἐπίστευα πῶς κανεὶς δὲν ἔχει τόσῳ τρυφερὴ καρδιὰ ’σὰν αὐτόν. Ἠμποροῦσα νὰ γείνω θυσία, σοῦ ὁρκίζομαι. Πρὸ ἓξ μηνῶν μοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῇ μίαν οἰκογενειακήν του στενοχωρίαν καὶ μοῦ εἶπεν, ὅτι ἂν δὲν μπορέσῃ νὰ οἰκονομήσῃ πενῆντα δραχμάς, ποῦ εἶχεν ἀπόλυτον ἀνάγκην, θὰ τοῦ ἤρχετο νὰ σκοτωθῇ. Ἐγὼ δὲν εἶχα χρήματα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῶ τίποτε, πηγαίνω καὶ βάζω τὸ χρυσό μου τ’ ὡρολόγι ἐνέχυρο, τοῦ οἰκονομῶ τῂς 50 δραχμαὶς καὶ τοῦ τῂς δίδω. Ἀπὸ τότε δὲν τὸν ἠνώχλησα· ἂς εἶνε. Ἔλεγα, ὅτι ἴσως δὲν εὐκολύνεται νὰ μοῦ τὰ ἐπιστρέψῃ. Χθὲς λοιπὸν τὸ πρωῒ ἐπῆγα καὶ τὸν ηὗρα. Τοῦ ἐξηγῶ τὴν θέσιν μου, τὸν καθικετεύω νὰ μοῦ οἰκονομήσῃ ὅ,τι ἠδύνατο ἀπέναντι τοῦ χρέους του, ἔστω καὶ δέκα δραχμάς, πέντε μόνον, ὅ,τι εἶχε, διὰ νὰ προλάβω τὰς ἐπειγούσας τοὐλάχιστον ἀνάγκας τῆς ἡμέρας… Ἀλλ’ αὐτὸς μοῦ ηὗρε χιλίας προφάσεις, μοῦ εἶπε πῶς δὲν ἔχει λεπτό, καὶ μοῦ ὡρκίσθη μάλιστα πῶς ἐκινδύνευε ν’ ἀφήσῃ νηστικὴ τὴν οἰκογένειά του τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Τί νὰ κάμω! Τὸν ἐπίστευσα. Φεύγω ἀπηλπισμένος καὶ ἀπ’ ἐκεῖ. Τὸ ἀπομεσήμερο ἐνῷ ἐβάδιζα ἐκεῖ ἔξω πρὸς τοὺς Στύλους ’σὰν τρελλός, διὰ νὰ πάρω ’λίγο ἀέρα, ἔξαφνα γυρίζω καὶ βλέπω τὸν φίλο μέσα ’ς ἕν’ ἁμάξι μαζῆ μὲ τὴν οἰκογένειάν του καὶ ἐπήγαινε ’ςτὸ Φάληρο νὰ διασκεδάσῃ! Καὶ δὲν εἶχε λεπτὸν! καὶ θὰ ἔμενε νηστικός!…

— Ἄκουσε Τάκη· θέλεις νὰ σοῦ οἰκονομήσω ἐγὼ τὸ μικρὸν αὐτὸ ποσόν;

— Ὄχι, δὲν θέλω τίποτε! Ἀπὸ χθὲς ὡρκίσθην ν’ ἀλλάξω καθ’ ὁλοκληρίαν. Θὰ γείνω ἀπάνθρωπος, ἐγωϊστής. Ὑπέγραψα μὲ τὴν συνείδησίν μου φοβερὸν συμβόλαιον ἀπὸ χθές. Θὰ μισήσω ὅλους, ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους… Ἕως τώρα ἐζοῦσα διὰ τοὺς φίλους μου, διὰ τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τὸν κόσμον. Εἰς τὸ ἐξῆς θὰ ζῶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Θὰ τακτοποιήσω τὰ οἰκονομικά μου εἰς τρόπον ὥςτε νὰ μὴ φθάσω ποτὲ πλέον νὰ κρούω κλειστὰς καρδίας καὶ θύρας κλειστάς. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔκλεισα ἀπὸ χθὲς τὴν ψυχήν μου δι’ ὅλον τὸν κόσμον! Θὰ γείνω μισάνθρωπος!

— Δὲν εἰξεύρω, ἂν τὰ πιστεύῃς ὅλα αὐτὰ ποῦ λέγεις, εἶμαι ὅμως βέβαιος ὅτι ἡ ἔξαψίς σου αὐτὴ θὰ περάσῃ καὶ αὔριον θὰ ἀγαπᾷς τοὺς φίλους σου, τοὺς ἀνθρώπους, τὸν κόσμον, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς σου.