Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 245.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΕΛΙΣ

[Ἀφιεροῦται τῷ ἀγαπητῷ
Δημητρίῳ Κ. Βαρδουνιώτῃ]

Ο φίλος μου εἶχεν ἀληθῶς ὡραίαν καρδίαν, ἀλλ’ ἦτο ἀλλότροπος καὶ περίεργος χαρακτήρ. Περιέπιπτε συνήθως εἰς ὑπερβολάς, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοῇ. Σήμερον αἴφνης ἦτο κοσμοπολίτης παθαινόμενος καὶ πονῶν διὰ τὰς γενικὰς τύχας τῆς ἀνθρωπότητος· τὴν ἄλλην ἡμέραν θὰ τὸν ἔβλεπες μισάνθρωπον, σκαιόν, ἀδιάφορον. Ὅ,τι τὸν συνεκίνει χθὲς τῷ ἐνέπνεεν ἀηδίαν τὴν ἐπαύριον. Ἐξηρτᾶτο ἐκ τῶν ἐντυπώσεων τῆς ἡμέρας.

Ἀλλ’ εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς ἀλληλοδιαδόχους ψυχικὰς μεταβολὰς ἦτο εἰλικρινὴς πάντοτε. Ἔλεγεν ὅ,τι ᾑσθάνετο ἄνευ ὑστεροβουλίας. Καὶ μολονότι αἱ ἐξωτερικαὶ περιστάσεις ἐπηρέαζον ἀδιαλείπτως καὶ τὰς διαθέσεις καὶ τὰς ἰδέας του, μία δὲ μόνη τοιαύτη ἢ τοιαύτη ἐντύπωσις ἤρκει νὰ τοῦ κλονίσῃ τὰς πρὸ μιᾶς ὥρας πεποιθήσεις, ἐν τούτοις κατὰ βάθος ἔκρυπτε σπάνιον θησαυρὸν αἰσθημάτων.

Πρωΐαν τινὰ φθινοπωρινὴν τὸν συνήντησα παρὰ τὸ σύνηθες καθ’ ὁδόν. Ἐπὶ τῆς συμπαθοῦς του νεανικῆς φυσιογνωμίας διεχέετο προφανὴς ὠχρότης ὡςεὶ διῆλθε τὴν νύκτα ἄγρυπνος ἢ ἀσθενῶν. Εἰς τὸ βλέμμα του, εἰς τὸ πρόσωπον, εἰς τὸ βάδισμά του εἶχέ τι τὸ ἐξηγριωμένον καὶ ἀλλόκοτον. Εἰ καὶ ἐγνώριζον τὸ μεταβλητὸν τοῦ χαρακτῆρός του, οὐχ ἧττον ἡ θέα του μὲ ἀνησύχησε, διότι πρὸ δύο ἡμερῶν μόλις τὸν εἶχον ἀφήσει φαιδρόν, εὔθυμον, φιλοπαίγμονα, ζωηρόν, ῥοδοκόκκινον.

— Αἴ! Τάκη, ὥρα καλή! Γιὰ ποῦ τὤβαλες πρωῒ-πρωΐ;

Ἔστρεψεν ἀδιαφόρως τὴν κεφαλήν, χωρὶς νἀνακόψῃ τὸ βῆμα, μ’ ἐχαιρέτισε δι’ ἀμφιβόλου νεύματος καὶ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του σκυθρωπὸς καὶ ἄφωνος.

— Στάσου, ἀδελφέ, νὰ σὲ ἰδῶ! Τί ἔχεις; Σὰν συννεφιασμένον σὲ βλέπω σήμερα· ἔχεις τίποτε; Μήπως εἶσαι κακοδιάθετος;