Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 191.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Η ΜΑΡΟΥΣΩ

[Τῇ φίλῃ Κυρίᾳ Ἀ. Ἰ. Κ.]

Et rose, elle a vécu
ce que vivent les roses,
Ľespace ďun matin.
(Malherbe)

Τὴν ἐνθυμοῦμαι. Ἦτον ἡ κόρη
Χαριεστάτη καὶ δροσερά·
Καθεὶς τὴν ἔβλεπε, καὶ ἠπόρει,
Πτηνὸν πῶς ἦτο χωρὶς πτερά.
Πτηνὸν ἐφαίνετο, ἦτο μᾶλλον
Ῥόδον ἀνοίξεως, ἀναθάλλον
Εἰς Ἀπριλίου αὐγὴν γλυκεῖαν
Καὶ εἰς τὴν δρόσον τὴν πρωϊνήν·
Τοῦ ῥόδου εἶχε, τὴν εὐωδίαν
Καὶ τὴν γοήτιδα καλλονήν.

Ἐλπίδων πλήρης, χρυσῆ, νεότης,
Μαΐων μόλις δεκαεπτά,
Ὡς χελιδών τις ταξειδιῶτις,
Ἐδῶ σφριγῶσα κ’ ἐκεῖ πετᾷ.
Πυρφόρον εἶχεν, ὑγρόν, τὸ βλέμμα
Καὶ εἰς τὰς φλέβας καῖον τὸ αἷμα
Καὶ τὸ μειδίαμα εἰς τὰ χείλη,
Γλυκύ, ἀθῶον, παρθενικὸν
Καὶ ἡ φωνή της, ἐν ᾧ ὡμίλει,
Ὡς ᾆσμα ἦτον ἀγγελικόν.

Εὐδαίμων κόρη, ὠνειροπόλει
Ζωὴν χαρμόσυνον καὶ μακρὰν
Καὶ τὴν ἐλάτρευον ὅλαι, ὅλοι,
Ὡς εὐτυχίαν των καὶ χαράν,