Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 184.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Γκλαν, γκλάν, νεκροσημαίνει
Τ’ ἅγιο σήμαντρο καὶ κλαίει
’Πάει! Ὁ γούμενος ’πεθαίνει…
Νεκροκέρι ὀμπρός του καίει·
’Σ τοῦ ἀρχηγοῦ της τὴ θανὴ
Κλαίγει, ὀδύρετ’ ἡ μονή.

Ὁ νεκρὸς ’ςτὸ δάχτυλό του,
Ἀξετίμωτο στολίδι,
Ἔχει πάντα σύντροφό του
Διαμαντένιο δαχτυλίδι.
Καὶ καλόγερος κρυφὰ
Μὲ λαχτάρα τὸ κυττᾷ.

Οἱ καλόγεροι ’ς τὸν ὦμο
Τὸ κουφάρι του σηκόνουν
Τὸ διαβάζουν εἰς τὸ δρόμο,
Εἰς τὸ ὑπόγειο τὸ ’πιθόνουν·
Δακρυσμένοι τὸ φιλοῦν,
Φεύγουν, τ’ ἀποχαιρετοῦν. —

Εἰς τὸν πύργο κλαίει τὠρνίθι,
Μεσονύχτι ἀργὰ χτυπάει·
Τ’ ἅγιο Σπίτι ἀπεκοιμήθη,
Ἕνας μόνος ἀγρυπνάει
Μυστικὸν ἔχει καϋμὸ
Τὸ διαμάντι τὸ λαμπρό.

Εἰς τὸ ὑπόγειο κατεβαίνει
Μ’ ἑλαφρό, σιγὸ ποδάρι·
Εἰς τὸ χέρι του βασταίνει
Ἀχτινόθαμπο φανάρι,
Καὶ σφιχτὰ μὲ τὸ ζερβὶ
Ἕνα σύνεργο κρατεῖ.

Μὲ τὸ φῶς τὰ βήματά του
’Στὸ τρισκόταδο φωτίζει·
Τὰ σκαλιὰ μετρᾷ ἡ καρδιά του,
Τὸ φιτίλι σπινθηρίζει·
Λὲς καὶ βλέπει μία σκιά…
Ἀπ’ τὸ φόβο του γλιστρᾷ.

Ἀλαφιάζεται· ἀπιθόνει
Τὸ φανάρι ἀγάλι-γάλι·
Εἰς τὸ λείψανο σιμόνει,
Ἡ καρδιά του τρέμει, πάλλει…
Δειλιασμένος προχωρεῖ·
Καταπίνει τὴν πνοή.

’Στὸ κυβοῦρι τὸ κλεισμένο
Ἀσηκόνει τὸ σφυρί του·
Βλέπει ἀπάνου καρφωμένο
Τὸ σημεῖο τοῦ Λυτρωτή του,
Καὶ τὸ χέρι του νεκρό,
Πέφτει, δέρνει τὸ σταυρό.