Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 182.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
182

ἐμένα μὲ ’πῆρε τὸ παράπονο ποῦ μ’ ἄφινε ἔτσι μονάχο καὶ ἔρημο· τότε ἐκείνη μ’ ἐλυπήθη καὶ μοῦ ἔδωκε φτερὰ καὶ μ’ ἔκανε νὰ πετάξω μαζῆ της. Ἔτσι πετῶντας ἐφθάσαμε μέσα ’ςτῆς Ἡλιογέννητης τὰ φωτερὰ παλάτια. Ἐκεῖ ἦταν ’ξαπλωμένη μιὰ πεντάμορφη κόρη, ξανθὴ σὰν τὸν ἥλιο καὶ πειὸ λευκὴ ἀπὸ μένα. Τὸ στρῶμα της ἦτον πουπουλένιο καὶ τὸ σεντόνι της ἦτον καμωμένο ἀπὸ φιλιά, κολλημένα τὧνα μαζῆ μὲ τ’ ἄλλο. Ἡ κόρη μ’ ἐπῆρε ’στὸ χέρι της καὶ μ’ ἐμύρισε, κ’ ἐγώ… ἐξεψύχησα ἀπάνω ’ςτὰ δροσερά της στήθη.

— Τ’ ὄνειρό σου εἶνε πολὺ κακὸ, εἶπε μία λευκὴ μαργαρίτα· μιὰ εὔμορφη κοπέλα θὰ σὲ κόψη σήμερα καὶ θὰ μαραθῇς ’ςτὸ πλάϊ της.

Ὁ κρῖνος ἀνεστέναξε καὶ ἡ δρόσος του ἐστάλλαξεν ὡς δάκρυα ἐπάνω εἰς τὰ βελούδινα φύλλα ἑνὸς χόρτου. Οὕτω τὰ ἄνθη διηγούμενα τὰ ὄνειρά των ἐσκόρπιζον τόσην εὐωδίαν, ὥστε ἡ λεπτὴ τῆς πρωΐας αὔρα διερχομένη ἀπ’ ἐκεῖ ἐλιποθύμησε καὶ ἐξηπλώθη εἰς τὰ πυκνὰ φυλλώματα μιᾶς λεύκης διὰ ν’ ἀναστενάξῃ μὲ περισσοτέραν ἄνεσιν.

Ἡ Ἀγγελικὴ ἐμειδίασε.

— Θὰ τὸν ἔκοβα ἐγὼ ἂν δὲν ἔλεγεν ἡ μαργαρίτα ὅτι θὰ τὸν κόψῃ μία εὔμορφη κοπέλα.

— Καὶ ποιὰ εἶνε εὐμορφότερη ἀπὸ σένα; εἶπεν Ἐκεῖνος καὶ ἔκοψε τὸν λευκὸν κρῖνον καὶ τὸν ἔρριψεν ἐντὸς τοῦ λευκοτέρου ὑποκαμίσου της διὰ νὰ συντροφεύση τοὺς δύο ῥοδίνους κάλυκας τῶν ἁβρῶν στηθῶν της. Εἶτα ἐβάδισε καὶ πάλιν, φέρων εἰς τὰς ἀγκάλας του τὸ πολύτιμόν του φορτίον· διῆλθε τὸν στενὸν δρομίσκον, τὸν διαιροῦντα εἰς δύο τὸν κῆπον, ἔφθασεν εἰς τὴν κιγκλιδωτὴν μικρὰν θύραν, τὴν ἤνοιξε καὶ ἐξῆλθεν.

Ἡ Αὐγὴ ἐρροδοφώτιζε τὴν ἐκτεταμένην πέριξ πεδιάδα, οἱ γρύλλοι ἐμουρμούριζον καὶ ἐφλυάρουν κεκρυμμένοι ὑπὸ τὰ δροσολουσμένα φυλλώματα τῶν βάτων καὶ ὁ ψυχρὰς ἀὴρ τῆς χαραυγῆς ἔκαμπτε τοὺς εὐθεῖς καὶ λιγυροὺς καλαμῶνας.

— Κρυόνεις, χρυσῆ μου ἀγάπη· εἶσαι γυμνὴ καὶ τ’ ἀγεράκι δὲν χορατεύει.

— Ὄχι, ὄχι· πᾶμε γρήγωρα, τρέχα ὅσον εἰμπορεῖς. Καὶ ὅμως ἐλησμόνησα νὰ τὸ ’πῶ τῆς μαμᾶς μου.

— Ἡ μαμά σου θὰ εἶνε στὸ παλάτι μου καὶ θὰ μᾶς περιμένῃ· σοῦ εἶπα πῶς ὅλα εἶνε ἕτοιμα, ὅλα, ὅλα, καὶ τὰ στέφανα ἀκόμη.

Καὶ ἐβάδιζε πάντοτε Ἐκεῖνος καὶ τὴν ἔσφιγγεν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὴν ἐφίλει σφικτά, σφικτά.