Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 180.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
180

ῥόδου, ἄλλος τὸ χρῶμα τῆς λευκῆς ἀνεμώνης, ἄλλος τὸ χρῶμα τῶν χρυσανθέμων, τὰ ὁποῖα στολίζουν τοὺς ἀγρούς. Ὅταν οἱ μουσικοί ἐκεῖνοι τόνοι ἐπλησίαζον εἰς τὸ οὖς της ἐνόμιζεν ὅτι ἤγγιζε τεμάχιον βελούδου ἢ τὸν χνοῦν μελίσσης.

Αἰ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειπον ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, οἱ χεῖρες της ἦσαν ἀδρανεῖς, οἱ πόδες της ἐξετείνοντο ὡς πόδες νεκροῦ, τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της ἦσαν ψυχρά· οἱ ὀφθαλμοί της ἐκλείσθησαν ἐπισφραγισθέντες διὰ τῶν μεταξωτῶν βλεφαρίδων της, ἐνῷ τὰ χείλη της ἡμιάνοικτα κατέπιον ἀπλήστως τὸ φίλημα τῆς Εὐτυχίας.

Οὐδὲ πνοὴ ἠκούετο εἰς τὸ δωμάτιον.

Αἴφνης ἤνοιξεν ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν Ἐκεῖνος, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἠγάπα. Ἦτο ὑπέρ ποτε ὡραῖος, γλυκύς, εὐγενὴς ὡς πρίγκηψ· ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς ἀπὸ τὴν συγκίνησιν μορφῆς του ἤστραπτον οἱ ξανθοὶ καὶ μακροὶ μύστακές του καὶ ὑπὸ τὴν μαύρην ἐνδυμασίαν του, ἐνδυμασίαν χοροῦ ἢ γάμου, τὸ ἀνάστημά του ἐφαίνετο λιγυρότερον καὶ κομψότερον. Μὲ σταθερὰ βήματα καὶ μὲ μειδίαμα ὑπερτάτης εὐδαιμονίας ἐπλησίασεν εἰς τὴν κλίνην τῆς Ἀγγελικῆς.

Ἐκείνη ἐξέβαλε κραυγὴν χαρᾶς καὶ αἰδοῦς· οἱ ὀφθαλμοί της ἤστραψαν ἀπὸ χαρὰν καὶ αἱ παρειαί της ἠρυθρίασαν ἀπὸ ἐντροπήν. Ἔφερε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοῦ στήθους της προσπαθοῦσα ν’ ἀνυψώση τὴν δαντέλαν τοῦ ὑποκαμίσου της μέχρι σχεδὸν τοῦ λαιμοῦ της· ἀλλ’ ἐν τῷ ἅμα, χωρίς κἂν καὶ ἡ ἰδία νὰ τὸ σκεφθῇ, ἐξέτεινε τοὺς βραχίονας διὰ νὰ ἐναγκαλισθῇ Ἐκεῖνον, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἠγάπα. Ἐπὶ τῶν χειλέων της ἐπτερύγισε πρὸς στιγμὴν ἓν ῥόδινον φίλημα, τὸ ὁποῖον ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν φωλεάν του, τὴν καρδίαν της.

Ἐκεῖνος ἐπλησίασεν ἀκόμη, ἐπλησίασεν ἕως εἰς τὸ προσκέφαλόν της· τὴν ἔλαβεν ἀπὸ τῆς χειρὸς καὶ μὲ φωνὴν ἠχηρὰν, φωνὴν ἀπαστράπτουσαν ὡς ὁ ἄργυρος, της εἶπεν:

— Ἔλα, σήκω, Ἀγγελική, σήκω νὰ πᾶμε πλέον· οἱ προσκεκλημένοι μᾶς περιμένουν τόσην ὥραν εἰς τὸ παλάτι μου, οἱ πολυέλαιοι εἶναι ὅλοι ἀναμμένοι, ὅλα εἶνε ἕτοιμα καὶ τὰ στεφάνια ἀκόμη· τίποτε πλέον δὲν λείπει· σήκω, πᾶμε, Ἀγγελική.

Ὁλόκληρον τὸ σῶμα τῆς Ἀγγελικῆς εἶχε μεταβληθῆ εἰς ἓν μεγάλον, μεγάλον μειδίαμα, εἰς μίαν λάμψιν, εἰς μίαν εὐωδίαν. Διὰ μιᾶς ἀνετινάχθη ἀπὸ τὴν κλίνην της καὶ οὕτως ὡς ἦτο γυμνὴ καὶ ἀνυπόδητος ἐρρίφθη σύσσωμος εἰς τὰς ἀγκάλας του· οὔτε ἐπῆρε τίποτε μαζῆ της, οὔτε ἐσκέφθη νὰ φορέση τὰ ὑποδύματά της, οὔτε κἂν τὰς περικνημίδας της.