Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 178.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
H EYTYXIA

ΠΡΙΝ κατακλιθῇ ἡ Ἀγγελική ἤνοιξε τὸ παράθυρόν της καὶ ἐστάθη πρὸ αὐτοῦ. Ἔκαμε πολὺ νυκτέρι ἀπόψε· τὸ κέντημά της εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει καὶ ἔπρεπε πλέον ν’ ἀναπαυθῇ.

Ἤνοιξε τὸ παράθυρόν της καὶ ἔβλεπε τριγύρω καὶ μακράν· ὁ Μάϊος ἐσκόρπιζε τὰς γλυκυτέρας εὐωδίας του, ἡ σελήνη ἠργύρου τὴν σιωπὴν τῆς νυκτὸς καὶ τὸ κελάδημα τῆς ἀηδόνος ἐνανούριζε τὸν ὕπνον τῶν ἀνθέων.

Αἴφνης λεπτοτάτη αὔρα ἐθώπευσε τὰ φύλλα τῆς λεύκης καὶ εἰς τὴν δρόσον τῆς πνοῆς της ἐρρίγησεν ἡ Ἀγγελική· ἔκλεισε τὸ παράθυρον, ἐξεδύθη καὶ ἔσβυσε τὴν λάμπαν της διὰ νὰ κοιμηθῇ.

Έλαφρὸς ἀλλ’ ὀχληρὸς θροῦς πτερυγίσματος ἤρχισε νὰ διατρέχῃ τὸ δωμάτιόν της. Τί ἦτο πάλιν αὐτό; Ἤναψε τὴν λάμπαν της· μία χρυσαλλὶς ἐπωφεληθεῖσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου εἶχεν εἰσέλθει ἀπαρατήρητος εἰς τὸ δωμάτιον. Οὔφ! ἔπρεπε νὰ σηκωθῇ, ν’ ἀνοίξῃ πάλιν τὸ παράθυρον, νὰ κυνηγήσῃ γυμνὴ τὴν ἀδιάκριτον ἐκείνην ἐπισκέπτριαν καὶ νὰ τὴν ἀναγκάσῃ νὰ φύγῃ, διότι ἄλλως δὲν θὰ τὴν ἄφινε νὰ κοιμηθῇ. Καὶ πρὶν ἀκόμη τελειώσῃ τὴν σκέψιν της αὐτὴν ἤγειρε τὴν κεφαλήν της, ἑτοίμη νὰ πεταχθῇ ἀπὸ τὴν κλίνην. Ἡ χρυσαλλὶς τὴν εἶδε καὶ ἐνόησε τὸ κίνημά της.

— Μὴ μὲ διώχνῃς, χρυσῆ μου κόρη, τῆς εἶπε· κάνει ψύχρα ’ςτὸ περιβόλι κ’ ἐγὼ εἶμαι πολὺ ἀδύνατη· ἄφησέ με ἀπόψε νὰ κοιμηθῶ μαζῆ σου.

Ἡ Ἀγγελικὴ ἐφοβήθη, διότι πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της ἤκουε τὰς χρυσαλλίδας νὰ ὁμιλοῦν· ἤνοιξε τοὺς μεγάλους ὀφθαλμούς της καὶ τὴν ἔβλεπεν ἔντρομος· ἡ φωνή της εἶχε κοπῇ καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ φωνάξῃ τὴν μαμάν της εἰς βοήθειαν. Τότε ἐπτερύγισε πάλιν ἡ χρυσαλλὶς καὶ τὴν ἐπλησίασεν ἀλλ’ ἐνῷ ἡ Ἀγγελικὴ τὴν ἔβλεπε μετὰ τρόμου, ἡ χρυσαλλὶς ὀλίγον κατ’ ὀλίγον μετεμορφοῦτο εἰς ὡραίαν νύμφην μὲ τὴν ξανθὴν κόμην της ἐξηπλωμένην ἕως εἰς τὰς πτέρνας τῶν ποδῶν της, μὲ τοὺς λευκούς της βραχίονας, γυμνοὺς καὶ μακροὺς