Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 166.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
166

νὰ ἀγαπᾷς περισσότερον, ἀφοῦ μὲ ὀνομάζεις ἀδελφήν. Ἀνάλαβε λοιπὸν καθήκοντα ἀδελφοῦ πλησίον μου, ὑπερασπίσου με…

— Ἀλλὰ κατὰ τίνος, πρὸς Θεοῦ;

— Κατὰ τοῦ προδίδοντός με συζύγου μου.

— Μὰ αὐτὸ καταντᾷ μονομανία!

— Κάμε μου τὴν χάριν, Πέτρε μου… δὲν θ’ ἀναλάβῃς δύσκολον ἔργον… ἐπιτήρει τον… καὶ ὅταν τὸν συλλάβῃς ἐπ’ αὐτοφώρῳ, ἐπίπληξέ τον καθὼς τοῦ πρέπει. Αἴ Πέτρε μου, θὰ τὸ κάμῃς δι’ ἀγάπην τῆς ἀδελφούλας σου;

— Ὅσον δι’ αὐτό, ἔσο ἥσυχος, θὰ τὸ κάμω μὲ ὅλην μου τὴν προθυμίαν.

— Ὤ, σ’ εὐχαριστῶ! εἶπεν ἡ νεαρὰ γυνή, λαμβάνουσα αὐτὸν τῶν χειρῶν, καὶ ἀτενίζουσα διὰ βλέμματος ὑγροῦ καὶ ἐκπέμποντος φλόγα ἀσυνήθη, ἣν προσεπάθησε νὰ περιστείλη διὰ συχνοῦ κλεισίματος τῶν βλεφάρων.

Εὐνόητον ὅτι τὸ κατηγορητήριον τοῦτο τῆς Μαρίας ἐνεποίησεν ἐντύπωσιν, οὐχὶ λίαν εὐάρεστον, τῷ Πέτρῳ. Εἶναι πράγματά τινα, ἅτινα δὲν πρέπει νὰ ἐξέρχωνται τοῦ συζυγικοῦ θαλάμου, ὅσον ὁ πρὸς ὃν ἀνακοινοῦνται τυγχάνει στενῶς συνδεδεμένος. Ἀλλ’ ἀπέδωκε τὴν ἐξομολόγησιν ταύτην τὸ μὲν εἰς τὸ ζηλότυπον τῆς γυναικός, τὸ δὲ καὶ εἰς τὴν μεγάλην μετ’ αὐτοῦ οἰκειότητα αὐτῆς.

Οὐχ ἧττον ἀπὸ τῆς ἐπιούσης ἤρξατο παρατηρῶν μετὰ προσοχῆς καὶ τὰ ἑλάχιστα κινήματα τοῦ Νικολάου, ὅστις οὐδὲ τὴν παραμικρὰν παρέσχεν αὐτῷ ἀφορμήν. Μεθ’ ἡμέρας τινας μόνος ἐπανέφερε τὴν ὁμιλίαν ἐπὶ τοῦ ἐπασχολήσαντος αὐτοὺς πρό τινος θέματος. Εἶπε τῇ Μαρίᾳ, ὅτι οὐδὲν τὸ ὕποπτον παρετήρησεν ἐν τῷ φίλῳ του, ἐπιμένων ὅτι τὸν ἀδικεῖ.

— Μὴ βιάζεσαι, μὴ βιάζεσαι… τόσον γρήγορα ἀπηλπίσθης; Εἶμαι βεβαία ὅτι θὰ τὸν συλλάβῃς, καὶ τότε… ὑπέλαβεν ἡ Μαρία. Τοιοῦτοι εἷσθε σεῖς οἱ ἄνδρες, ἐξηκολούθησε μετά τινος δισταγμοῦ, θέλετε πίστιν ἀπὸ τὰς γυναῖκας, ἐνῷ σεῖς οὐδὲ τὰς λογαριάζετε.

Καὶ προσεῖδεν αὐτὸν μετὰ βλέμματος θαρραλεωτέρου ἢ τὸ πρῶτον.

Ὁ Πέτρος μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐθεώρει τὴν γυναῖκα ταύτην ἀδιαφόρως· οὐδὲ σκιὰ ἐνόχου ἰδέας εἶχε διέλθῃ τοῦ νοῦ του. Καὶ ἦτο τοῦτο δυνατόν; Ἀλλὰ κατόπιν τῆς ἀνωτέρω συνδιαλέξεως στάσεις τινὲς οὐχὶ πολὺ ἀπέχουσαι τοῦ προκλητικοῦ, κλίσεις ἐπὶ τῶν ἑδρῶν σκανδαλώδεις πως, ἀνάσυρσις τῆς ἐσθῆτος τοιαύτη, ὥστε νὰ διαφαίνηται ὑπ’ αὐτὴν πλέον ἢ ὅσον ἐπιτρέπεται νὰ ἰδῇ τις εἰς γυναῖκα ἀλλοτρίαν, βλέμματα ἀόριστα καὶ ῥεμβώδη, οὐ μόνον ἐκέντησαν τὴν περιεργίαν του, ἀλλ’ ἐκίνησαν