Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 165.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
165

— Ἀπατᾶσαι, Μαρία, ἀπατᾶσαι, ὐπέλαβεν ὁ Πέτρος. Χθὲς ἀκόμη ὁ Νικόλαος μοὶ ὡμίλει περὶ τοῦ πρὸς σὲ θερμοῦ ἔρωτός του, περὶ τῆς εὐτυχίας του.....

— Εἶναι ὑποκριτής! ὦ Θεέ μου! φοβερὸς ὑποκριτής! Δὲν παρετήρησες εἰς τὸ γειτονικὸν μας θεωρεῖον μίαν ξανθήν, δὲν εἶδες τὴν διαρκῆ ἀνταλλαγὴν βλεμμάτων, μειδιαμάτων;.... Εἶσαι πολὺ ἀγαθός, φίλε μου, ἐάν τον πιστεύῃς.

— Περίεργον νὰ μὴ ἴδω τίποτε ἐγώ, εἶπεν ὁ Πέτρος ἀπορῶν.

— Δὲν εἶδες βέβαια, δὲν εἶδες, διότι ἐσὲ δέν σε τρώγει τὸ σκουλῆκι, ἀλλ’ ἐρώτησε ἐμέ… Ἐνόμιζα ὅτι ἐκαθήμην στ’ ἀγκάθια. Πιθανὸν καὶ νὰ εἶδες, καὶ νὰ μή μού το λέγῃς, διὰ νὰ μὴ λυπηθῶ.

— Νά, πάλιν τὰ ἴδια, δὲν εἶδα τίποτε σοῦ λέγω.

— Δὲν εἶδες διότι ἕχεις καλὴν ἰδέαν περὶ τοῦ φίλου σου, τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισες καλὰ μ’ ὅλην τὴν φιλίαν σας. Μήπως εἶναι μόνον ἐκείνη ἡ ξανθή;… Πόσαι ἄλλαι ἆρά γε γυναῖκες τῆς ἐσχάτης τάξεως ἀφαιροῦσι τὴν ἀγάπην του ἀπ’ ἐμέ;

— Μαρία, μὲ συγχωρεῖς, δὲν εἰξεύρεις τί λέγεις!

— Καὶ μὲ ἐνυμφεύθη μὲ ἔρωτα, καὶ λέγει ὅτι μὲ ἀγαπᾷ, ὁ ψεύστης, ὁ ἀπατεών! ἐξηκολούθησεν ἡ Μαρία μετὰ λυγμῶν. Σῶσέ με. Πέτρε μου, σῶσέ με! προσέθηκε στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τοῦ στῆθους του.

— Ἔλα, ἡσύχασε, φίλη μου, ἡσύχασε. Δὲν εἴξευρα ὅτι εἶσαι τόσον ζηλότυπος, εἶπεν ὁ νέος, ἀπομακρύνων αὐτήν.

— Ζηλότυπος! καὶ βέβαια, ἀφοῦ ἔχω ἕνα ἄνδρα γυναικᾶν πρώτης τάξεως.

— Τί! ὁ Νικόλαος γυναικᾶς! ἀνέκραξεν ὁ Πέτρος μετὰ θορυβώδους γέλωτος. Αὐτός, τὸν ὁποῖον πάντες οἱ φίλοι ἐν Ἀθήναις ἐγνωρίσαμεν ἔχοντα χαρακτῆρα ὅλως ἐναντίον! Ἴσως ἡ Μασσαλία τὸν μετέβαλε… Πιθανόν… ἐψιθύρισεν ὁ Πέτρος μετά τινος δισταγμοῦ.

— Βλέπεις; ἤρχισες νὰ πείθεσαι.

— Ὄχι δά, μὴ βιάζεσαι τόσον.

— Βέβαια θὰ παρετήρησες καὶ σὺ καθ’ ὁδόν, ὃταν τυχὸν τὸν συνοδεύῃς, μετὰ ποίας προσοχῆς, ποίου θερμοῦ βλέμματος παρατηρεῖ τὰς γυναῖκας. Τίς οἵδε, τί κάμνει, ὅταν πηγαίνετε εἰς ᾠδικόν τι καφενεῖον. Νά, δὲν εἶσαι καὶ σὺ ἄνδρας, καὶ μάλιστα ἀνύπανδρος, διατὶ δὲν κάμνεις σὰν καὶ αὐτὸν καὶ ἔχεις τὸ βλέμμα γλυκὺ καὶ ἤρεμον.

— Μὰ οὔτε καὶ εἰς τὸν Νικόλαον παρετήρησά τι τὸ ἀσύνηθες, σὲ βεβαιῶ.

— Μὲ εἶπες πρὸ ὀλίγου ὅτι μὲ ἀγαπᾷς ὡς ἀδελφήν. Ὅσον καὶ ἂν εἶσαι φίλος τοῦ συζύγου μου, ὅσον καὶ ἂν τὸν ἀγαπᾷς, ἐμὲ πρέπει