Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 164.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
164

ριμίας δειλὴ καὶ φυσικὴ συστολή, πρὸ πάντων μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἐξηλείφετο, ἀντικαθισταμένη ὑπὸ εἰλικρινῶς οἰκειότητος, τάχιστα δὲ κατηργήθη καὶ ὁ ἐν ταῖς συνδιαλέξεσιν αὐτῶν ἐν χρήσει πληθυντικὸς ἀριθμός.

Ἐὰν ὁ Πέτρος Λυγαρίδης ἦτο πεπροικισμένος διὰ πλείονος ὀξυδερκείας, ἤ, κάλλιον, ἐὰν εἶχε μείζονα πεῖραν τοῦ κόσμου, θὰ παρετήρει ὅτι ἐνίοτε ἡ νεαρὰ γυνὴ κατείχετο ὑπὸ ἀνεξηγήτου στενοχωρίας, ὅτε ἔμενον μόνοι, θὰ κατελάμβανεν αὐτὴν θεωροῦσαν αὐτὸν παραδόξως, ἐάν, προσέχων ἀλλαχοῦ, ἔστρεφεν αἴφνης πρὸς αὐτὴν τὸ βλέμμα.

Πρωΐαν τινὰ ὁ Νικόλαος Κ. εἶχεν ἐξέλθῃ, ὡς συνήθως, λίαν ἐνωρὶς, μεταβαίνων εἰς τὴν ἐργασίαν του, μεθ’ ὥραν δὲ ὁ Πέτρος καὶ ἡ Κυρία. Κ. συνηντήθησαν ἐν τῷ ἑστιατορίῳ, ὅπου ἐλάμβανον καθ’ ἑκάστην τὸν πρωινὸν μετὰ γάλακτος καφέν.

Κατόπιν ἀνταλλαγῆς ἀδιαφόρων τινῶν φράσεων,

— Παρετήρησες, Πέτρε, ἓν πρᾶγμα χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὸ θέατρον; ἠρώτησεν αἴφνης ἡ Κυρία Κ.

— Τί πρᾶγμα, Μαρία; ὑπέλαβεν ὁ Πέτρος.

— Ἔλα δά, μὴ κάμνῃς τὸν ἀνήξερον.

— Σὲ βεβαιῶ, δὲν παρετήρησα τίποτε.

— Σὲ συγχαίρω διὰ τὴν μυστικότητά σου· ἀλλὰ κάμνεις κακὰ νὰ μὴ φέρεσαι μαζύ μου εἰλικρινῶς. Ἐγὼ δὲν σὲ ὁμοιάζω καθόλου, διότι, δὲν εἰξεύρεις.... σὲ ἠγάπησα ὡς ἀδελφόν.

— Δὲν εἶναι ἀνάγκη οὐδὲ νὰ σὲ εὐχαριστήσω διὰ τοῦτο, ὑπέλαβεν ὁ νέος μετά τινος συγκινήσεως, διότι τὸν συνετάραξέ πως ἡ ὑποτρέμουσα φωνὴ τῆς γυναικὸς τοῦ φίλου του. Μήπως καὶ ἐγὼ δὲν συμπεριφέρομαι ἐδῶ, μαζῆ σας, ὡς ἀδελφός; Μήπως δὲν ἀγαπῶ τὸν Νικόλαον ὡς ἀδελφόν μου;

— Τὸν Νικόλαον ναί, ἀλλ’ ἐμέ; Ἐμὲ θεωρεῖς ξένην.

— Ἔχεις λᾶθος, Μαρία, σὲ βεβαιῶ, ἔχεις λᾶθος.

— Λοιπὸν μὲ ἀγαπᾷς καὶ ἐμὲ κομματάκι, αἴ;

— Ὅσον δύναμαι ν’ ἀγαπήσω τὴν σύζυγον προσφιλοῦς φίλου.

— Τότε λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ παρετήρησες τὴν χθεσινὴν ἐν τῷ θεάτρῳ σκηνήν, ἐξηκολούθησεν ἡ νεαρὰ γυνή. Ἐὰν εἶχες ὀλίγον διὰ τὴν ἀδελφήν σου ἐνδιαφέρον, βεβαίως θὰ παρετήρεις, προσέθηκεν ἡ Μαρία μετὰ μείζονος συγκινήσεως.

— Τί συμβαίνει λοιπόν; ἠρώτησεν ὁ Πέτρος, ταραχθεὶς ἐπὶ μᾶλλον καὶ ὑποπτεύων σοβαρόν τι.

— Ὁ Νικόλαος μὲ ἀπατᾷ, Πέτρε μου, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ἀνέκραξεν ἡ Μαρία, σύρουσα τὸ κάθισμά της πρὸς αὐτόν, καὶ θέτουσα τὸν τρέμοντα βραχίονά της ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ νεανίου.