Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 143.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
143

νει μόνον εἰκοσιπέντε δραχμαῖς τὸν μῆνα καὶ κάμνει.... κουζίνα, πλύσι, σίδερο, σιγύρισμα.... ὅλα τέλος πάντων.... ἐνῷ δι’ αὐτὸν θέλεις τριακόσιαις.... δι’ ἕνα τσάϊ μόνον.

Ευανθια ἔκπληκτος. — Τί κάθεσαι καὶ λές; τὶ τριακόσιαις;

κ. Ψηταρασ. — Δραχμαίς!

Ευανθια. — Ποιὸς σοῦ τὰ εἶπεν αὐτά;

κ. Ψηταρασ. — Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐκτὸς.... ἂν λέγῃ ψέμματα. Δέκα δραχμὰς τὴν ἡμέραν, μοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τοῦ δίδῃς.

Ευανθια. — Πολὺ καλὰ, δέκα· ποῦ εὑρέθησαν ᾑ τριακόσιαις;

κ. Ψηταρασ ἐξαπτόμενος βαθμηδόν. — Μά, εὐλογημένη, τριάντα ἡμέραις ἀπὸ δέκα τὴν ἡμέραν δὲν κάμνουν τριακόσιαις;.... καὶ δὲν σοῦ βάζω τοὺς μῆνας ποῦ ἔχουν τριάντα μία, διότι ἔχει καὶ ὁ Φεβρουάριος εἴκοσι ὀκτώ…

Ευανθια. — Καὶ ποιὸς σοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τὸν ἔχω κάθε ἡμέρα;

κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔξαψις μετετράπη ἀμέσως εἰς ἔκπληξιν. — Ἆ!

Ευανθια μειδιῶσα. — Κάθε ἡμέραν!

κ. Ψηταρασ συνερχόμενος ἐντελῶς. — Δὲν θὰ τὸν ἔχῃς λοιπὸν κάθε ἡμέραν;....

Ευανθια γελῶσα. — Ξεκούτιανες, καϋμένε… Ἔλα, βγάλε τώρα τὴ ρόμπα σου.

κ. Ψηταρασ, ὅστις ἀπέβαλε τὸν κοιτωνίτην καὶ ἐνεδύθη τὴν ρεδιγκόταν· — Μὰ ἔτσι πές μου, ἀδελφή…

Ευανθια. — Θὰ τὸν ἔχω ὅσαις φοραὶς θὰ δέχωμαι.

κ. Ψηταρασ μετ’ εὐχαριστήσεως. — Ἆ, ἆ!

Ευανθια βλέπουσα τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἐκόμισε τὸ σαμοβάριον. — Ἐκεῖ ἐπάνω βάλε το.

κ. Ψηταρασ. — Ὅσαις φοραὶς θὰ δέχεσαι λοιπόν....

Ευανθια. — Μὰ εἶνε πράγματα νὰ τὰ ἐρωτᾷς αὐτά; Μόνον κάθε σάββατον.

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ ξέων τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ. — Ἀδιάφορον!.... πάλιν εἶνε σαράντα δραχμαὶς τὸ μῆνα.... κάθε σάββατον.... Ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐδέχετο κάθε δεκαπέντε, θὰ εἴχαμεν μίαν οἰκονομίαν ἀπὸ εἴκοσι δραχμαίς.... Θὰ τῆς τὸ προτείνω

Ευανθια. — Πήγαινε μέσα τὴ ρόμπα τοῦ κυρίου καὶ φέρε τὰ γλυκίσματα καὶ ὅ τι ἄλλο εἶνε.

Υπηρετησ ὑποκλίνων καὶ ἀπερχόμενος. — Ἀμέσως, κυρία.

Ευανθια δεικνύουσα τὴν ἄλλην θύραν. — Πήγαινε ἀπ’ ἐδῷ διὰ νὰ μὴ λερόνῃς τὸ ἀντρὲ μὲ τὰ σύρτα φέρτα σου.

Υπηρετησ συνοφρυούμενος ἰδίᾳ. — Νὰ μὴ λερόνω;

κ. Ψηταρασ. — Εἶνε κλειστὰ ἀπ’ ἐκεῖ.