Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 142.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
142

Υπηρετησ. — Ἀμ’ τόσο εἶνε, ἀφέντη· αὐτὰ εἶνε ξεκομμένα· ὅποιον καὶ ἂν πάρῃ τὸ ἴδιο θὰ τῆς ζητήσῃ.

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ δυσκόλως ἀναπνέων. — Ἔφ!.. ἔφ!.. ἔφ!… ἐτρελλάθηκεν ἡ γυναῖκα μου!… δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ἐτρελλάθηκεν.... καὶ θὰ μὲ βάλῃ ’ς τὰ ἔξοδα νὰ τὴν πάγω ’ς τοῦ Δρομοκαΐτη....

Ευανθια εἰσερχομένη καὶ ρεδιγόταν κρατοῦσα. — Τὴν εἶχες κάμει ’ς ἕνα χάλι.... ἐτρόμαξα ἕως ὅτου νὰ τὴν παστρέψω.... Ἔλα, βγάλε τὴ ρόμπα σου.

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ διατρεχων τὴν αἴθουσαν. — Ἀκοῦς ἐκεῖ δέκα δραχμαὶς τὴν ἡμέραν, ὅταν ἡ σύνταξις μου εἶνε ὅλη ὅλη διακόσιαις τριάντα ἐννέα δραχμαὶς καὶ εἴκοσι λεπτά!

Υπηρετησ. — Κυρία.

Ευανθια. — Τί θέλεις;

Υπηρετησ δεικνύων μεθ’ ὑπερηφανείας τὴν τράπεζαν, ἐφ’ ἧς τὰ πάντα εἶνε ἐν τάξει. — Δὲν πιστεύω νὰ χρειάζεται τίποτες ἄλλο.

Ευανθια. — Καλὰ εἶνε· τώρα πήγαινε νὰ φέρῃς τὸ σαμοβάρι.

Υπηρετησ ἐξερχόμενος. — Ἀμέσως.

Ευανθια διανοίγουσα τὴν ρεδιγκόταν, ἣν κρατεῖ καὶ βηματίζουσα ὄπισθεν τοῦ κ. Ψητάρα, ὅστις δὲν ἔπαυσε νὰ διατρέχῃ τὴν αἴθουσαν. — Ἔλα λοιπόν!

κ. Ψηταρασ παρακολουθῶν διὰ τοῦ βλέμματος τὸν ἐξερχόμενον ὑπηρέτην. — Μίαν στιγμήν....

Ευανθια βλέπουσα καὶ αὕτη τὸν ὑπηρέτην. — Τί εἶνε;

κ. Ψηταρασ δεικνύων τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἐξῆλθεν. — Τί ἀγαπᾷ ἡ εὐγενία του ἐδῷ;

Ευανθια. — Ποιός; ὁ ὑπηρέτης;

κ. Ψηταρασ. — Μάλιστα.

Ευανθια. — Νόστιμη ἐρώτησις....

κ. Ψηταρασ. — Νοστιμωτάτη!

Ευανθια. — Καὶ ποιὸς θέλεις ν’ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα;

κ. Ψηταρασ. — διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Ποιός;

Ευανθια. διανοίγουυα τοὺς ρώθωνας. — Ναί, ποιός; ἡ Κατερίνα;.... ποιὸς νὰ φέρῃ ἐπάνω τὰς ἐπισκέψεις; ἡ Κατερίνα;… ποιὸς νὰ σερβίρῃ τὸ τσάϊ; ἡ Κατερίνα;…

κ. Ψηταρασ ἐν πεποιθήσει. — Διατὶ ὄχι, παρακαλῶ, ἀφοῦ δὲν μᾶς κοστίζει καὶ τίποτε;

Ευανθια. — Τὶ λὲς τώρα, ’ς τὸ θεό σου.

κ. Ψηταρασ. — Μήπως δὲν τὴν ἔχομε ποῦ τὴν ἔχομε;

Ευανθια. — Μά....

κ. Ψηταρασ διακόπτων αὐτήν. — Σημείωσαι δὲ ὅτι αὐτὴ παίρ-