δισκελῶν χωνίων, ἐκτὸς ἐὰν παραδεχθῶμεν, καὶ παραδεχόμεθα τοῦτο ἀνεπιφυλάκτως, ὅτι καίπερ πεπαλαιωμένον ἐδωρήθη αὐτῷ ὑπὸ παχυσάρκου τινος κυρίου. Ἐννοεῖται ὅτι φέρει καὶ χειρόκτια ὁ ὑπηρέτης, παραδόξως δὲ ταῦτα εἶνε καινουργῆ. Καὶ οὕτω λοιπὸν χωρῶν ὑπὸ τὸν ἦχον τῶν συγκρουομένων ποτηρίων διευθύνεται πρὸς τὴν τράπεζαν, ἐφ’ ἧς ἀποθέτει τὸν δίσκον καὶ ἄρχεται τῆς διευθετήσεως τῶν πάντων.
Ὁ κ. Ψηταρασ προκύπτων τὴν κεφαλὴν ἐκ τοῦ παραπετάσματος. — Ποῖος εἷνε αὐτός;.... Ὑπηρέτης; [Ἐξερχόμενος τοῦ γώνου] Πότε ἦλθε;.... καὶ μὲ φράκον.... καὶ μὲ γάντια;....
Υπηρετησ μορφάζων καθ’ ὅσον διευθετεῖ τὰ ποτήρια καὶ τοὺς κυάθους. — Ἄνθρωποι κι’ αὐτοὶ γιὰ νὰ δεχθοῦν· δὲν ἔχουν οὔτε τσιμπίδα γιὰ τὴν ζάχαρη!.... Φυλτζάνια εἶν’ αὐτά; εἶνε αὐτὴ τσαγιέρα;… μυρίζει ἀκόμη χαμομῆλι!… Καὶ κάτω ’ς τὴν κουζίνα εἶνε ποῦ εἶνε!.... Βρῶμα καὶ τῶν γονέων!....
Ὁ κ. Ψηταρασ ὅστις ἐπλησίασε τὸν ὑπηρέτην. — Τί κάμνεις ἐσὺ αὐτοῦ;
Υπηρετησ παρατηρῶν αὐτὸν ἀπαθῶς. — Διορθόνω κατὰ πῶς πρέπει.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Διορθόνεις;
Υπηρετης ἰδίᾳ. — Ὁ ἀφέντης θὰ εἶνε.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τί εἶνε αὐτά;
Υπηρετησ. — Γιὰ τὸ τσάϊ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Ποιὸ τσάϊ;
Υπηρετησ ἰδίᾳ παρατηρῶν αὐτὸν περιέργως. — Κοροϊδεύει τώρα ἢ μᾶς κάνει τὸν κουτό;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πότε ἦλθες ἐσὺ ἐδῷ;
Υπηρετησ. — Τώρα δὲν εἶνε οὔτε τρία τέταρτα τῆς ὥρας.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἔλθῃς;
Υπηρετησ. — Ἡ κυρία.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἔτσι αἴ;
Υπηρετησ. — Ἀμ’ τί; μονάχος μου θἄρθω;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Καὶ σ’ ἐσυμφώνησεν ἡ κυρία;
Υπηρετησ. — Τί νὰ μὲ συμφωνήσῃ.... ἐμεῖς δὲν κάνουμε συμφωνίαις.
Ὁ κ. Ψηταρασ διαπορῶν. — Τί θὰ εἰπῇ δὲν κάμνετε; Πόσα θὰ σοῦ δίδῃ;
Υπηρετησ — Δέκα δραχμαίς.
Ὁ κ. Ψηταρας. — Τὸ μῆνα;
Υπηρετησ μειδιῶν αὐταρέσκως. — Ὄχι δά.... τὴν ἡμέρα.... ἐμεῖς μπαίνουμε μὲ τὴν ἡμέρα.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀναπηδῶν. — Τὴν ἡμέραν;