Ευανθια ἀεριζομένη διὰ τοῦ ριπιδίου. — Εἶσαι ἀπελπισία, καϋμένε Παρασκευᾶ.
Ὁ κ. Ψηταρασ στρέφων τὴν κεφαλὴν κνισθείς. — Διατί, παρακαλῶ;
Ευανθια. — Διότι σήμερον εἶνε ἡμέρα ποῦ δέχομαι.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Δέχεσαι;
Ευανθια. — Βεβαίως....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τί δέχεσαι;
Ευανθια. — Ἐπισκέψεις.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀναπηδῶν. — Αἴ!
Ευανθια. — Τὶ εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Εἷσαι μὲ τὰ σωστά σου;
Ευανθια. — Πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἔφθασεν εἰς τὸ κατακόρυφον. — Ὥστε ἡ κυρία..... δέχεται;....
Ευανθια ἐκπλησσομένη ἐπὶ τῇ ἐκπλήξει τοῦ κ. Ψητάρα. — Σοῦ φαίνεται παράξενον;
Ὁ κ. Ψηταρασ κατερχόμενος. — Ὄχι.... δηλαδή… ναί, καὶ πολὺ μάλιστα.
Ευανθια. — Διατί;
Ὁ κ. Ψηταρασ στένων. — Διὰ πολλοὺς μὲν ἄλλους λόγους, ἰδίως ὅμως, διότι θ’ ἀναγκασθῶ ν’ ἀφήσω αὐτὴν τὴν καλὴ φωτιὰ καὶ ποῦ νὰ πάγω νὰ καθήσω;…
Ευανθια. — Μὰ δὲν σ’ ἐμποδίζει κανεὶς νὰ καθήσῃς ἐδῷ, ἀρκεῖ μόνον νὰ βγάλῃς τὴ ρόμπα καὶ τὸ σκοῦφο.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Ἡ ἰδέα σου μ’ ἀρέσκει· δὲν ἔχω καμμίαν δυσκολίαν νὰ βγάλω τὴν ρόμπαν μου..... ἀλλὰ τὸν σκοῦφον....
Ευανθια διαποροῦσα. — Πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ μειλίχιος καὶ διὰ τρόπου παρακλητικοῦ. — Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ μὴ βγάλω τὸ σκοῦφο;....
Ευανθια. — Δὲν γίνεται.... θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι.... κυρίαι.... εἶνε δυνατὸν νὰ κάθεσαι μ’ ἕνα σκοῦφον;
Ὁ κ. Ψηταρασ διατηρῶν μικράν τινα ἀμφιβολίαν. — Δὲν εἶνε δυνατόν....
Ευανθια. — Ἀλλὰ πῶς;
Ὁ κ. Ψηταρασ πειθόμενος. — Ἔχεις δίκαιον. [Βαίνων μέχρι τῆς θύρας ἀλλ’ ἐπιστρεφόμενος ἀμέσως.] Ἔχεις πολὺ δίκαιον.
Ευανθια, ἥτις παρετήρησε τὴν ἐπιστροφὴν αὐτοῦ. — Διατὶ δὲν πηγαίνεις;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐν στενοχωρίᾳ. — Θὰ πάγω… αὐτὸ σκέπτομαι… ἤθελα πολὺ νὰ πάγω.... καὶ ἀμέσως μάλιστα… ἀλλά....
Ευανθια. — Τὶ ἀλλά;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐκδηλῶν καὶ διὰ χειρονομίας τὸ αἴσθημα τοῦ ψύχους. — Δὲν