Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 139.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
139

Ευανθια ἀεριζομένη διὰ τοῦ ριπιδίου. — Εἶσαι ἀπελπισία, καϋμένε Παρασκευᾶ.

κ. Ψηταρασ στρέφων τὴν κεφαλὴν κνισθείς. — Διατί, παρακαλῶ;

Ευανθια. — Διότι σήμερον εἶνε ἡμέρα ποῦ δέχομαι.

κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Δέχεσαι;

Ευανθια. — Βεβαίως....

κ. Ψηταρασ. — Τί δέχεσαι;

Ευανθια. — Ἐπισκέψεις.

κ. Ψηταρασ ἀναπηδῶν. — Αἴ!

Ευανθια. — Τὶ εἶπες;

κ. Ψηταρασ. — Εἷσαι μὲ τὰ σωστά σου;

Ευανθια. — Πῶς;

κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἔφθασεν εἰς τὸ κατακόρυφον. — Ὥστε ἡ κυρία..... δέχεται;....

Ευανθια ἐκπλησσομένη ἐπὶ τῇ ἐκπλήξει τοῦ κ. Ψητάρα. — Σοῦ φαίνεται παράξενον;

κ. Ψηταρασ κατερχόμενος. — Ὄχι.... δηλαδή… ναί, καὶ πολὺ μάλιστα.

Ευανθια. — Διατί;

κ. Ψηταρασ στένων. — Διὰ πολλοὺς μὲν ἄλλους λόγους, ἰδίως ὅμως, διότι θ’ ἀναγκασθῶ ν’ ἀφήσω αὐτὴν τὴν καλὴ φωτιὰ καὶ ποῦ νὰ πάγω νὰ καθήσω;…

Ευανθια. — Μὰ δὲν σ’ ἐμποδίζει κανεὶς νὰ καθήσῃς ἐδῷ, ἀρκεῖ μόνον νὰ βγάλῃς τὴ ρόμπα καὶ τὸ σκοῦφο.

κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Ἡ ἰδέα σου μ’ ἀρέσκει· δὲν ἔχω καμμίαν δυσκολίαν νὰ βγάλω τὴν ρόμπαν μου..... ἀλλὰ τὸν σκοῦφον....

Ευανθια διαποροῦσα. — Πῶς;

κ. Ψηταρασ μειλίχιος καὶ διὰ τρόπου παρακλητικοῦ. — Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ μὴ βγάλω τὸ σκοῦφο;....

Ευανθια. — Δὲν γίνεται.... θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι.... κυρίαι.... εἶνε δυνατὸν νὰ κάθεσαι μ’ ἕνα σκοῦφον;

κ. Ψηταρασ διατηρῶν μικράν τινα ἀμφιβολίαν. — Δὲν εἶνε δυνατόν....

Ευανθια. — Ἀλλὰ πῶς;

κ. Ψηταρασ πειθόμενος. — Ἔχεις δίκαιον. [Βαίνων μέχρι τῆς θύρας ἀλλ’ ἐπιστρεφόμενος ἀμέσως.] Ἔχεις πολὺ δίκαιον.

Ευανθια, ἥτις παρετήρησε τὴν ἐπιστροφὴν αὐτοῦ. — Διατὶ δὲν πηγαίνεις;

κ. Ψηταρασ ἐν στενοχωρίᾳ. — Θὰ πάγω… αὐτὸ σκέπτομαι… ἤθελα πολὺ νὰ πάγω.... καὶ ἀμέσως μάλιστα… ἀλλά....

Ευανθια. — Τὶ ἀλλά;

κ. Ψηταρασ ἐκδηλῶν καὶ διὰ χειρονομίας τὸ αἴσθημα τοῦ ψύχους. — Δὲν