Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 080.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
80

Αί! τώρα, Μαστρο-Κρόγια; Τί σκοπο τον έχομε, ὕστερ’ απ’ αυτη την συμφορά;

Πέφτει το σφυρι απο τα χέρια του· ὅλο το αἷμά του εκόπηκε εις την καρδιά του. Αφίνει το εργαστήρι του, και τρέχει ’σαν παλαβος ίσα τον δρόμο ποῦ εῖχε πάρει και το ξανθο εκεῖνο παλληκάρι, στοχαζόμενος πῶς αυτο και μόνο ημποροῦσε να διορθώσῃ το μέγα κακο ποῦ έπιασε ὁ ξεμυαλισμένος κ’ έκαμε.

Καθως τον ήκουσε ὁ αυθέντης ὁ Χριστος να έρχεται εξοπίσω του, στέκει και γυρίζει να τον κυττάξῃ.

— Αυθέντη, αυθέντη μου! εῖμαι ἕνας ανάξιος. Κράζει και τοῦ λέγει ὁ σιδερᾶς λαφασμένος. Ἥμαρτον, και να με σπλαγχνισθῇς. ῀Ηλθα να σοῦ ειπῶ....

— Ξεύρω τί ηκολούθησε, — τοῦ αποκρίνεται ὁ αυθέντης ὁ Χριστός. Ὅμως δι’ αυτή σου την μετάνοια σε σπλαγχνίζομαι και σε συγχωρῶ. Γύρισε εις το εργαστήρι σου, και ὅλα πᾷν καλά. Αλλα πρόσεξε, άλλη φορα να μην έχῃς την οίηση πῶς εἶσαι μάστορας τῶν μαστόρων. Αυτο κἀνεις να μην το ειπῇ.

Ὁσάκις διηγεῖτο το παραμύθι τοῦτο ἡ μάμμη, εσταυροκοπεῖτο προσθέτουσα·

«Και τότε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Ἅγιος Ηλίας, ὁ Ἅγιος Πέτρος και ἡ ταπεινη εκείνη ὑπηρέτρια έγιναν αέρας μέσα εἰς την εκκλησία και εχάθηκαν εις τα ουράνια. Ὁ σιδερᾶς απο το άλλο μέρος έφυγε τρέχωντας ταχύτερα παρα καθως ὅπου ῆλθε, και τι να ιδῇ εις το κατόφλι τῆς θύρας τοῦ εργαστηριοῦ του; την γυναῖκά του να τον προσμένῃ ἥσυχη, ὡσαν τίποτε να μην τῆς ηκολούθησε. Έπλεκε την κάλτσα της.

Σᾶς αφίνω να στοχασθῆτε με τί χαρα την επῆρε και την ασπάσθηκε.

Και νά, με ποῖο τρόπο, σαν ὁ Θεος ευδοκήσῃ, σηκόνει τους ταπεινους απο τα κάτω, και ταπεινόνει τους ὑπερήφανους.»