Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 068.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
68

— Μόνη! Πῶς μόνη, ἀφοῦ θὰ εἶμαι πλησίον σου; Ἔπειτα νὰ σοῦ πῶ, μ’ ἀρέσει ἡ ἐργασία. Ἡ ἐργασία θά μου δίδῃ ὑγείαν εἰς τὸ σῶμα καὶ γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν. Μή σε μέλῃ! Νὰ ἰδῇς τί καλή νοικοκυροῦλα θὰ σοῦ γείνω ἐγώ…

— Πτωχὴ Λίνα! πόσον εἶσαι ἄπειρος ἀκόμη τοῦ κόσμου. Μὰ δὲν συλλογίζεσαι διόλου ὅτι τίποτε δὲν μᾶς μένει; Ξεύρεις ὅτι κανὲν ἄλλο ἐφόδιον πλέον δὲν ἔχω διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, παρὰ τὴν προσωπικήν μου ἐργασίαν;

— Δὲν ἔχεις; ἀπατᾶσαι! Ἔχεις τὴν ὑγείαν σου, τὴν νεότητά σου, τὸ ἰσχυρὸν πνεῦμα σου, τὴν καλή σου καρδιά, τὴν ὑπόληψίν σου καὶ ἐπὶ τέλους τὴν ἀγάπην μου. Τί ἄλλο θέλεις; Αἴ, κακὲ καὶ ἀχάριστε;… Ἆ! ἀλήθεια· στάσου μία στιγμή… κἄτι ἐσυλλογίσθηκα…

Καὶ ἐλαφρά, ταχεῖα, ὑπόπτερος, ὡς μυθική τις νύμφη θεσπεσία, ἔδραμεν εἰς τὸν παρακείμενον θάλαμον, ἐξ οὗ μετά τινας στιγμὰς ἐπεφάνη πετῶσα περιχαρὴς καὶ τρυφερὰ πρὸς τὸν Κίμωνα, κρατοῦσα εἰς χεῖρας ἠνεῳγμένην μικρὰν περίκοσμον πυξίδα, διακέντητον ἐκ χρυσοῦ καὶ ἐλέφαντος.

— Νά, Κίμων! ἐδῶ ἔχω ὅλα μου τὰ νυμφικὰ δῶρα, τοὺς ἀδάμαντάς μου καὶ τὰ χρυσᾶ κοσμήματα. Δὲν λέγω πῶς εἶνε σπουδαῖα πράγματα. Ἀλλὰ μ’ αὐτὰ θὰ εἰμπορέσῃς προσωρινῶς νὰ οἰκονομήσῃς τὸν δανειστήν σου ἐκεῖνον ποῦ σοῦ ἀπειλεῖ τὴν προσωπικήν σου ἐλευθερίαν… ὤ! νὰ τὸν χαρῶ τὸν ἔξυπνον!…

Ὁ Κίμων ἐπνίγετο ἤδη ἐκ συγκινήσεως. Δὲν ἐκρατήθη πλέον.

— Λίνα μου! ἐφώνησεν εἶσαι ἄγγελος, εἶσαι ἡ θεία Πρόνοια…

Καὶ ἐρρίφθη εἰς τὰς ἀγκάλας της, τὴν ἔθλιψεν ἐπὶ τοῦ ἀναπαλλομένου στήθους του, τὴν κατέκλυσε δι’ ἀσπασμῶν καὶ ἀφῆκε νὰ ῥεύσωσιν ἀκράτητα τὰ δάκρυά του.

Ἡ Λίνα ἔκλαιεν ἐπίσης καὶ ἐκείνη.

Ἦσαν τὰ πρῶτα δάκρυα τῆς εὐτυχίας των.

Ὁ Κίμων, ἀπὸ τοῦ βάθους ἐκείνου τῆς κοινωνικῆς του πτώσεως καὶ τῆς οἰκονομικῆς καταστροφῆς, ἦτο ἐν τούτοις ὁ εὐτυχέστερος τῶν θνητῶν…

Ἀθῆναι, 17 Φεβρουαρίου 1888

Κωνστ. Φ. Σκόκος