— Αἴ! καὶ τώρα; τῷ εἶπεν. Αὐτὴ ἦτον ὅλη ἡ θλιβερὰ ἱστορία καὶ μ’ ἐτρόμαξες ἄδικα; Καϋμένε, Κίμων! Κ’ ἐγὼ ἐφοβήθηκα μήπως διέπραξες κανὲν φοβερὸν κακούργημα, μήπως… ἔπαυσες αἴφνης νά με ἀγαπᾷς. Ἔλα, σήκω, λάβε θάρρος. Ἆ! κρῖμα! ποτέ μου δὲν σὲ ἐπίστευα τόσον μικρόψυχον καὶ δειλόν.
Ὁ Κίμων δὲν ἐτόλμα ἀκόμη νὰ πιστεύσῃ εἰς ὅ,τι ἤκουεν. Ἐνόμιζεν ὅτι ἐπλανᾶτο ἐν ὀνείρῳ.
— Ἀλλὰ Λίνα μου, ἐψέλλισε, μόνον διὰ σὲ τρέμω, μὲ ἐννοεῖς; Μόνον διὰ σὲ φοβοῦμαι…
— Δι’ ἐμὲ; Ἆ! τί ἄδικος ποῦ εἶσαι. Καὶ μὲ ὑποθέτεις λοιπὸν τόσῳ μικράν; Ὄχι, Κίμων· ἀπατᾶσαι. Σοῦ ὁρκίζομαι ὅτι εἶμαι ἕτοιμος νὰ διαμοιρασθῶ μαζῆ σου πᾶσαν πικρίαν καὶ στέρησιν. Τί τάχα; μόνον λοιπὸν τὰς εὐτυχεῖς ἡμέρας ἔπρεπε νὰ συμμερίζωμαι μαζῆ σου; Ὄχι, ὄχι. Ἂν ἔχασες τὰ πάντα, σοῦ μένει ἀκεραία ἡ ἀγάπη μου. Δὲν σοῦ ἀρκεῖ;
— Ἀλλὰ δὲν ἐννοεῖς Λίνα, ὅτι εἴμεθα πτωχοὶ τώρα, ὅτι θὰ ὑποφέρῃς…
— Πτωχοί; ποῖος σοῦ τὸ εἶπε; Ἐξ ἐναντίας θὰ εἴμεθα βαθύπλουτοι πάντοτε μὲ τοὺς θησαυροὺς τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης μας.
— Καὶ δὲν σκέπτεσαι ὅτι θὰ στερηθῇς τὰ θέατρα, τοὺς χορούς, τὰς ἑσπερίδας, τὰς διασκεδάσεις, τὸν κόσμον;…
— Δὲν βαρύνεσαι! τί νὰ τὸν κάμω τὸν κόσμον; Πίστευσέ με, αἰσθάνομαι πλῆξιν μέσα εἰς τὸν θόρυβον καὶ τὴν ψεύτικη ζωὴ τοῦ κόσμου.
— Καὶ σὺ πρὸ ὀλίγου ἀκόμα…
— Ἆ! ναί! ἤμουν ἀνόητη· παρεξηγοῦσα τὸν ἑαυτόν μου. Τώρα ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι θέλω καὶ πρέπει νὰ ζήσω μόνον διὰ σὲ καὶ ὄχι διὰ τὸν κόσμον.
— Καὶ ἂν ἀναγκασθῶμεν, Λίνα, νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας διὰ τὴν ἐπαρχίαν, νὰ ζήσωμεν δύω-τρία ἔτη λόγῳ οἰκονομίας εἰς τὴν ἐξοχὴν, εἰς τὴν μοναξιάν, εἰς τὸ μικρὸν ἐκεῖνο κτῆμα…
— Τόσῳ τὸ καλλίτερον! Σὲ βεβαιῶ, μὲ τρελλαίνει ἡ ἐξοχή. Καὶ τί ὡραιότερον; Ἐκεῖ μοῦ φαίνεται πῶς θὰ εἶμαι πλησιέστερον τῆς ψυχῆς σου καὶ τῆς ἀγάπης σου.
— Ναί, ἀλλὰ μόνη ἐκεῖ εἰς τὴν ἐρημίαν θὰ ἀναγκάζεσαι ἴσως νὰ κοπιάζῃς κἄποτε…