Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 065.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
65

Συνεκέντρωσεν ὅσην δύναμιν παρέχει ὁ ἀγὼν τῆς ἐσχάτης ἀπελπισίας εἰς τὸν καταποντιζόμενον ναυαγόν, ἐπλησίασεν ἐγγύτερον πρὸς τὴν Λίναν, ἔλαβε τὰς χεῖράς της, τὴν περιέβαλε διὰ τρυφεροῦ καὶ διαπύρου βλέμματος, καὶ θλίβων αὐτὰς εἰς τὰς ἰδικάς του:

— ’Πές μου, Λίνα, τῇ εἶπεν. Πιστεύεις ὅτι σὲ ἀγαπῶ; Πιστεύεις ὅτι ἂν ἔχῃ δι’ ἐμὲ ἀξίαν τινὰ καὶ σκοπὸν ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἡ φύσις ὅλη, εἶνε μόνον καὶ μόνον διότι βλέπω τὴν ζωὴν αὐτὴν ὡραίαν καὶ ἀκτινοβόλον ὑπὸ τὸ μαγικὸν πρῖσμα τῆς ἀγάπης σου;

Ἡ Λίνα τὸν παρετήρει ἐπί τινας στιγμὰς ἄφωνος καὶ μετά τινος συμπαθοῦς ἐκπλήξεως.

— Αἴ, Λίνα· ’πές μου. Ἑπτὰ μῆνας διαρκῶς ἐμελέτησες καὶ ἀνέλυσες τὴν ψυχήν μου. Ἀμφιβάλλεις τάχα ὅτι εἰς τὰς φλέβας μου, εἰς τὸν νοῦν μου, μία μόνη κυκλοφορεῖ ἰδέα, ἓν μόνον αἴσθημα, μία ἐπιθυμία ἄσβεστος, ἡ ἰδική σου εὐτυχία, Λίνα μου; Ἐρώτησε τὴν συνείδησίν σου. Δὲν σοῦ λέγει τάχα αὐτή, ὅτι τίποτε προςφιλέστερον δὲν ἔχω, δὲν πιστεύω, δὲν θέλω νὰ γνωρίζω ἄλλο εἰς τὸν κόσμον, παρὰ σέ, σὲ μόνον, ἀκριβή μου Λίνα;

Ῥῖγος συγκινήσεως διέδραμε τὸ σῶμα τῆς Λίνας. Ὁ Κίμων ἀναντιρρήτως ἔλεγεν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἐκείνη ᾐσθάνετο ἔτι βαθύτερον. Καὶ ἀπέπνεε τόσην εἰλικρίνειαν καὶ τρυφερότητα καὶ πάθος ἡ ἀναπαλλομένη φωνή του, ὥςτε ἡ Λίνα συνῃσθάνθη αὐτὴν δονήσασαν, ὡς ἠλεκτρικὸν ῥεῦμα, τὴν καρδίαν της ὅλην. ᾘσθάνθη τὴν χεῖρα του φλεγομένην καὶ τρέμουσαν ὑπὸ τὴν ἰδικήν της. Ἀνεκινήθη αὐτομάτως ἐκ τῆς τέως νωχελοῦς θέσεώς της, τὸν προςέβλεψε ἀτενῶς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὡςεὶ διαγνοῦσα ἤδη εἰς τὸ θολὸν βλέμμα του τὴν ἐπικειμένην νὰ ἐκραγῇ ψυχικήν του καταιγίδα, καὶ ἔντρομος σχεδόν:

— Τί ἔχεις. Κίμων; ἐκραύγασε. Τί εἶνε λοιπόν; Τί συμβαίνει. Μὲ κάμνεις νὰ τρέμω…

— Ἄκουσε, Λίνα· ὁ βίος ἠξεύρεις, εἶνε πλήρης ἀκανθῶν καὶ ῥόδων. Εἰς τὸ φοβερὸν καὶ ἀλλόκοτον συμβόλαιον τῆς ζωῆς ἡ μοῖρα ἔχει θέσει φρικτοὺς ὄρους. Ἓν μειδίαμα καὶ ἑκατὸν σπαραγμούς. Μίαν χαρὰν καὶ ἑκατὸν δοκιμασίας. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀναλογία. Καὶ ἐνῶ ἀφ’ ἑσπέρας ὀνειρευόμεθα ὅτι ἐντρυφῶμεν εἰς