Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 064.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
64

κρατοῦσα ἐν ἀπελπισμῷ τὰς παλάμας. Τὸ ἐξέχασες! Ἄλλο πάλιν αὐτό! Δὲν μοῦ λὲς τί κωμῳδίαις εἷνε αὐταίς, Κίμων; Θέλεις νὰ παίξῃς μαζῆ μου ἢ ἐννοεῖς νὰ γίνω γελοία εἰς τὸν κόσμον; Ὁρίστε, τώρα!

— Μά, Λίνα μου, τὰ ἐμπόδια εἶνε διὰ τοὺς ἀνθρώπους…

— Καλὲ τί θὰ ’πῇ αὐτό! ’Ξεύρεις ὅτι ἔχω ὑποσχεθῇ πρὸ τόσων ἡμερῶν ὅλους τοὺς χοροὺς καὶ οἱ καβαλιέροι μου θά με περιμένουν εἰς μάτην; Καὶ ὁ χορὸς τώρα ἔχει ἀρχίσει πρὸ δύο ὡρῶν!.. Ἄχ! Θεέ! Θεέ μου!… αὐτὸ εἶνε ἀπελπισία!…

Καὶ κατέπεσεν ὀλιγοδρανὴς ἐπὶ τῆς ἔδρας ἕτοιμος νὰ ἐκραγῇ εἰς δάκρυα στενοχωρίας.

— Λίνα μου — ἔσπευσε νὰ τὴν πραΰνῃ ὁ Κίμων — ἂν ἤξευρες, Λίνα μου…

— Οὔφ! ἄφησέ με, σὲ παρακαλῶ· δὲν θέλω νὰ ’ξεύρω τίποτε, διέκοψεν ἐκείνη. ’Ξεύρω μόνον πῶς δὲν σ’ ἐννοῶ διόλου. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἐμπόδια! Τί εἴδους ἐμπόδια εἶνε αὐτὰ παρακαλῶ, ποῦ σοῦ τυχαίνουν νύχτα, μεσάνυχτα; Τί σπουδαῖα μυστικὰ νὰ εἶνε αὐτὰ τάχα, τὰ ὁποῖα κρατεῖς κρυφὰ ἀπὸ μένα;…

— Λίνα, σὲ βεβαιῶ, εἶσαι ἄδικος…

— Βέβαια! νομίζεις ὅτι δὲν τὸ βλέπω ἐγὼ τόσαις ἡμέραις τώρα πῶς ἔγινες διαφορετικός. Φαίνεται, σὲ ἐκούρασεν ἡ εὐτυχία ποῦ εὕρισκες μαζῆ μου, καὶ τώρα τρέχεις νὰ τὴν ζητῇς ἔξω…

Ὁ Κίμων μόλις συνεκράτει ἑαυτὸν δι’ ὑπερτάτου ἠθικοῦ ἀγῶνος.

— Ἄκουσε, Λίνα· τῇ εἶπε μετὰ φωνῆς ὑγρᾶς ἐκ τοῦ πόνου καὶ τῆς βαθείας συγκινήσεως. Ἀπόψε εἶσαι ταραγμένη… δὲν θά με ἐννοήσης ὅ,τι καὶ ἂν σοῦ ’πῶ! Ἔλα, σήκω τώρα νὰ πᾶμε εἰς τὸν χορὸν καὶ αὔριον ὅταν μάθῃς τί τρομερὰ πράγματα μοῦ συνέβησαν…

— Ὄχι, ὄχι· εἶμαι περίεργη νὰ μάθω τώρα αὐτὰ τὰ τρομερὰ πράγματα! Μή σε μέλῃ! Θὰ σὲ ἐννοήσω δά, ὅσον καὶ ἂν προςπαθήσῃς νὰ μὴ τὸ κατορθώσω!.. Ἐμπρός, λέγε!

Καὶ ἐκάρφωσεν ἐπ’ αὐτοῦ βλέμμα δυςπιστίας καὶ λεπτοῦ σαρκασμοῦ.

Ἡ ψυχικὴ ἀγωνία τοῦ Κίμωνος ἐξεχείλιζε πλέον. Αἱ στιγμαὶ ἦσαν κρίσιμοι. Διεκύβευεν ἤδη τὸ πᾶν, τὴν τελευταίαν ἐλπίδα. Μία στιγμὴ ἀκόμα, ἓν ἔτι βῆμα καὶ θὰ παρεφρόνει.