Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 028.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
28


Ἄχαρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ποῦ σκοτεινὰ περνᾶτε
μὲ Μάη δίχως ἄνοιξι, μὲ ῥόδα ’ματωμένα,
ποῦ βλέπ’ ἡ μάνα τὴ μορφιὰ τῆς κόρης καὶ φοβᾶται,
ποῦ ψάλλουν τὴν Ἀνάστασι μὲ μάτια δακρυσμένα,

Δὲν εἶσθε σεῖς γι’ αὐτὴ τὴ γῆ· δὲν ’διάλεξ’ ὁ Θεός της
τὸν πιὸ γαλάζιο τ’ οὐρανὸ γιὰ νὰ τὴν ἀγκαλιάσῃ,
τὸν πιὸ χρυσό του ἥλιο νὰ γίνῃ ἥλιός της,
γιὰ νἄλθῃ τούρκικη σκλαβιὰ νὰ τοῦ τήνε χαλάσῃ.

Καὶ νά! τὰ σκότη ἀστραπὴ σχίζει βαθειὰ τὰ μαῦρα,
Χριστὸς Ἀνέστη! ’βρόντησε ἀφ’ τὸ βοριᾶ καὶ φθάνει…
Σηκόνεται ὁ Γερμανὸς ἀφ’ τὴν Ἁγία Λαύρα…
αἷμα βαφτίζει ἱερὸ τὸ μαῦρο Δραγατσάνι…

Φωτιὰ παντοῦ! Τί γίγαντες ταῖς φλόγαις διασκελοῦνε!
Γιὰ ’δὲς τὸ Γέρο τοῦ Μωριᾶ μὲ τὸ Μαυρομιχάλη
’σὰν τὸν Ταΰγετο ’ψηλοί τὸν Τοῦρκο πολεμοῦνε!…
καὶ ξεκινᾷ ἡ ’Λευθεριὰ γιὰ τὴν Ἑλάδα πάλι.

Κ’ ἐκεῖ ποῦ πρὶν δὲν ἤκουες παρὰ τὴν ἁλυσίδα,
ἐκεῖ ποῦ πρὶν δὲν ἔβλεπες παρὰ πηκτὸ σκοτάδι,
τώρα φωτίζ’ ἡ Λευθεριά, χαμογελᾷ ἡ Ἐλπίδα
κι’ ἀνθίζει τὸ τριαντάφυλλο ’ςτὸ πράσινο λειβάδι.

Πετᾶ ἡ Δόξα ὁλόχαρη ’ς Ἀνατολὴ καὶ Δύσι:
’ςτὴν Ἀλαμάνα, ’ςτ Ἄγραφα, μές ’ςτῆς Γραβιᾶς τὸ χάνι,
’ςτὴ φλόγα τοῦ Μεσολογγιοῦ, πετᾷ ’ςτὸ Καρπενῆσι…
ποῦ νὰ προφθάσῃ! ἀπέκαμε· δὲν ἔχει πιὸ στεφάνι!

Κ’ ἡ θάλασσα! ἡ θάλασσα μὲ τὸ γαλάζιο ’μάτι
εἶδε τὴ δόξα τῆς στεριᾶς κ’ ἐζήλεψ’ ἡ καρδιά της.
Ῥίχνει φωνὴ ’περήφανη, παλληκαριὰ γεμάτη,
καὶ κράζει γύρω ἀφ’ τὰ νησιὰ τ’ ἀθάνατα παιδιά της