Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 333.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
333

Αἴφνης κραυγὴ βραχεῖα καὶ βραχνώδης μὲ ἀπέσπασε τῆς σειρᾶς τῶν σκέψεών μου μᾶλλον μὲ συνέκρουσε σφοδρῶς πρὸς τὴν δεινὴν πραγματικότητα.

Ἦτο ὁ σύζυγος ἀνυπομονήσας, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν νεκρὰν μὲν τὴν σύζυγόν του, ἐμὲ δὲ περιπτυσσόμενον τὴν κεφαλὴν αὐτῆς.

Ὁ τιναγμὸς ὑπῆρξε τοσοῦτον ἰσχυρὸς ὥστε ἐγὼ ὁ ἰατρὸς ὅστις πρὸ μιᾶς περίπου ὥρας εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν θάλαμον ἐκεῖνον ἀπαθὴς καὶ μὲ μειδίαμα σαρκασμοῦ εἰς τὰ χείλη, κατέπεσα ἀναίσθητος εἰς τοὺς πόδας τῆς κλίνης.

Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον τίποτε.

Μετὰ νόσον μακρὰν τὰς αἰσθήσεις μου ἀνέλαβον ἐν Σύρῳ ἀλλ’ ἀπελθὼν εἰς Πειραιᾶ ἔγραψα τὰς γραμμὰς ταύτας καθήμενος ἐπὶ τοῦ τάφου τῆς Χάριτος πλησίον μύρτου καὶ ροδῆς ἃς ἐγὼ ἐφύτεῦσα καὶ ἐπότιζον ὁ ἴδιος.

Ἤδη εἶμαι ὑλιστὴς ἐκ πεποιθήσεως, εἴρων καὶ σκληρὸς, ἀλλ’ ἐνίοτε τὸ μεσονύκτιον ὅτε σιγᾷ ἐν τῷ κοιμητηρίῳ ἡ φύσις καὶ λάμπουν οἱ ἀστέρες εἰς τὸν οὐρανὸν νομίζω ὅτι ἐν ἐμοὶ λαλεῖ τις ἄλλη ἀκατάληπτος ὕπαρξις, ὅτι πτερυγίζει περὶ ἐμὲ προσφιλὴς ψυχὴ ψιθυρίζουσά μου: Ὑπάρχω.

Τότε ἀμφιβάλλω, τότε κλαίω».


ΠΡΑΚΤΙΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΙ

— Τὸν ἰσχυρὸν χαρακτῆρα σχηματίζει, ὄχι ἡ ἀνάπαυσις, ἀλλ’ ὁ διηνεκὴς ἀγὼν τῆς ζωῆς.


— Μία ἡμέρα ἀργίας κουράζει ὅσον μία νὺξ ἀϋπνίας.


— Διὰ νὰ δύναταί τις νὰ κατακτᾷ τοὺς ἄλλους πρέπει πρῶτον νὰ ἦνε κύριος ἑαυτοῦ.


— Εἶνε μέγα δυστύχημα νὰ μὴ ἔχῃ τις ἀρκετὴν κρίσιν νὰ σιωπᾷ, ὅταν δὲν ἔχῃ ἀρκετὸν πνεῦμα νὰ ὁμιλῇ καλῶς.


— Ὁ κόσμος εἶνε θέατρον τοῦ ὁποίου αἰ πρῶται θέσεις εἶνε πάντοτε κλεισμέναι.


— Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ ζήσουν πολλὰ ἔτη ἀλλ’ οὐδεὶς θέλει νὰ γηράσῃ.