Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 316.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
316

Διετέλουν ἐν διλήμματι φρικώδει· ν’ ἀπαρνηθῶ τὰς πρὸς τὸ ὑψηλὸν καὶ τὸ ὡραῖον πεποιθήσεις καὶ τὰ αἰσθήματά μου, τοὺς γλυκεῖς παιδικούς μου ρεμβασμοὺς καὶ νὰ λάβω τὴν μορφὴν ἀνθρώπου πρακτικοῦ, νὰ φορέσω δίοπτρα, νὰ γίνω ἔμπορος ὑφασμάτων μὲ τὸν πῆχυν εἰς τὴν χεῖρα καὶ τὸ ψεῦδος εἰς τὰ χείλη, ἢ δικηγόρος ὑποστηρίζων σήμερον τὴν γνώμην ἣν χθὲς ἀπέκρουον καὶ αὔριον μέλλω ν’ ἀποκρούσω κατὰ τὸ συμφέρον καὶ τὰς περιστάσεις μὲ δικογραφίας ὑπὸ μάλης χαιρετίζων καὶ περιποιούμενος τοὺς δικαστὰς χάριν τῶν πελατῶν μου καὶ τοὺς πελάτας μου χάριν τοῦ θυλακίου μου· νὰ γίνω δικαστὴς χάριν τοῦ βεβαίου μισθοῦ ἐκδίδων ἀποφάσεις κατὰ τὸ συντομώτερον, ὡς ἀναγκαῖον κακὸν καὶ ὡς ἀντίτιμον τοῦ μισθοῦ, προσκλίνων ἐνώπιον τοῦ τμηματάρχου καὶ τοῦ βουλευτοῦ ἵνα μὴ μετατεθῶ. Νὰ γίνω ἱερεὺς, ὑποκρινόμενος βαθείαν συντριβὴν καρδίας ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐπαναλαμβάνων καθ’ ἑκάστην ἀπὸ στήθους προσευχὰς αἱρέσεως τῶν ὀφειλετῶν μου ἐνῷ προτίθεμαι νὰ τοὺς καταδιώξω μέχρι τοῦ Ἀρείου Πάγου. Νὰ γείνω ἰατρὸς φέρων κλυστήριον καὶ σιναμικὴν καὶ ἀδιαλείπτως κακολογῶν τοὺς συναδέλφους μου νὰ γίνω τραπεζίτης παίζων χρεώγραφα καὶ προκαλῶν ψευδῆ τηλεγραφήματα διὰ τὸ χρηματιστήριον ἵνα ἐξαπατήσω τοὺς ἀγοραστὰς, ἢ πολιτικὸς δημοσιογράφος γράφων ὑπὲρ τοῦ κόμματος κατὰ τὰ ἑκάστοτε ἐμοὶ καὶ αὐτῷ συμφέροντα ὑπὸ πρόγραμμα ὑψηλῶν θεωριῶν ἀμεροληψίας καὶ πατριωτισμοῦ… Νὰ προτιμήσω ταῦτα ὡς πράγματα ἐγκεκριμένα ὑπὸ τῆς καθεστώσης κοινωνίας, καθ’ ἑκάστην ἐφαρμοζόμενα, καὶ ὧν ἀπαγορεύται ἡ ἀθέτησις ἐπὶ ποινῇ περιφρονήσεως, ἢ νὰ ἀκολουθήσω τὰς ἀφελεῖς ἀλλ’ ἀκραιφνεῖς ὁρμὰς τῆς καρδίας μου καὶ νὰ ζήσω ἄσημος ἀλλὰ τίμιος καὶ εὐτυχής μετὰ τῶν ρεμβασμῶν μου, μετὰ τῆς θρησκείας μου, μετὰ τοῦ ἔρωτός μου;

Ἐπεδόθην εἰς τὴν μελέτην. Τὸ σπουδάζειν, τὸ μανθάνειν τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἤτοι τὴν ἀλήθειαν κατήντησε μετὰ βραχὺν χρόνον ἀκατάσχετον πάθος μου. Καὶ ἡμέραν τινα συννεφώδη τοῦ φθινοπώρου ἐν τῇ ἐξοχῇ ἔνθα κατῴκει ἡ προσφιλής μου Χάρις ὑπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἀμφιλαφῆ δένδρα τοῦ κήπου της, παρούσης τῆς μητρός της γυναικὸς ξηρᾶς καὶ φυλαργύρου ἥτις οὐδέποτε ἠδυνήθη νὰ ἑλκύσῃ τὴν συμπάθειάν μου, ἀπεχαιρέτησα τὴν Χάριτα μέλλων νὰ μεταβῶ εἰς Βερολῖνον πρὸς ἐπιστημονικήν μου μόρφωσιν.

— Θὰ φύγῃς λοιπόν! ἔλεγεν ἡ Χάρις ἐν μέσῳ λυγμῶν· δὲν ἦτο ἀστεϊσμὸς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔλεγες, ὅτι θὰ φύγῃς μακρὰν μου! Καὶ ἐγὼ τί νὰ κάμω μόνη ἐδῶ, τόσον καιρόν;