Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 297.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
297

Ἐπὶ δύο-τρία ἔτη ἡ οἰκία μας ὑπῆρξεν ἀκόμη τὸ ἐντευκτήριον τῶν θαλασσινῶν. Ποικίλαι ναυτικαὶ μορφαὶ ἦλθον καὶ ἀνεχώρησαν ἐξ αὐτῆς, σοβαραί, ἡλιοκαεῖς, τεταλαιπωρημέναι ὑπὸ τῶν ταξειδίων, μειλίχιοι, πολιαί. Ἀπὸ τοῦ πλοιάρχου μέχρι τοῦ ἁπλοῦ ναύτου ὅλαι ἐνετυποῦντο ἐν τῇ μνήμῃ μου, ἐν τούτοις μία διετηρήθη ἐν αὐτῇ μέχρι τοῦδε ἀναλλοίωτος, ἡ τοῦ παραδόξου πλοιάρχου.

Τελευτῶντος τοῦ τρίτου ἔτους ἡ μικρά μας αἴθουσα ἔπαυσε νὰ δέχηται πλέον· ἓν πλοῖον μᾶς παρέλαβεν ἐπὶ τῶν νώτων του καὶ οὕτω ἐγκατελείψαμεν ἐσαεὶ τὴν πόλιν καὶ τὴν οἰκίαν, ἐν ᾗ μᾶς ἐλίκνευσαν τὰ κύματα μὲ τὴν ὑψηλήν των φωνὴν καὶ αἱ διηγήσεις τῶν ναυτικῶν μὲ τοὺς ἐναλίους μύθους των. Σήμερον ἀμφιβάλλω, ἂν ὑπάρχῃ πλέον.

Ἐν τούτοις μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν ἀνεδίφουν ἡμέραν τινὰ τὰ χειρόγραφα τοῦ πατρός μου. Μεταξὺ ἄλλων τινῶν τὸ βλέμμα μου περιέπεσεν ἐπί τινος Ἡμερολογίου, ἐξ ἐκείνων ἅτινα συντάσσουσι κατὰ τὸν διάπλουν οἱ κυβερνῆται τῶν πλοίων καὶ τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν ἐπιγραφήν: «Ἡμερολόγιον τοῦ Παύλου Ριβέλλη, πλοιάρχου τοῦ πλοίου «Ταλαιπωρία» ἐκ Γαλαξειδίου». Μετ’ αὐτοῦ ἦν συνημμένη καὶ ἡ ἑξῆς ἐπιστολή:

Brindizi 6 Μαρτίου 18..

Ἀδελφὲ,

«Τὸ γράμμα μου αὐτὸ εἶνε τὸ τελευταῖό μου. Γνωρίζεις τὴν ἱστορίαν μου, ἂν καὶ ποτὲ δὲν τὴν ἤκουσες ἀπὸ ἐμέ. Ξέρω πῶς ἐφρόντισες νὰ τὴν μάθῃς, διότι μὲ ἀγαποῦσες παρὰ πολύ. Σὲ εὐχαριστῶ. Δύο ἑβδομάδαις ἀφ’ ὅτου ἔφυγες γιὰ τὴν Μαρσίλια, ἔκαμα καὶ ἐγὼ πανιὰ γιὰ τὸ Γιλβατάρ. Πόσο ἤμουνα εὐτυχὴς, ὅταν ἐσκεπτόμουνα ’ς τὸ δρόμο, ὅτι ἔπειτα ἀπὸ κάμποσο καιρὸ, ἀφ’ οὗ γυρίσω μὲ κέρδη θὰ εὕρω κοντὰ ’ς αὐτὰ πιὸ θερμὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ τῆς γυναῖκάς μου τὴν ἀγάπη. Τὸ ταξεῖδί μου ἤτανε παρά πολὺ ἄτυχο καὶ γεμάτο βάσανα. Συλλογίσου φουρτούναις, ἀνέμους, ἀβαρίαις, καταστροφαῖς, ὅλα ἐναντίον μου. Ἔπειτα ἀπὸ τόσους ἀγῶνας ἐνόμισα πῶς γυρίζοντας ἀπ’ τὰ ξένα θαὔρω γι’ ἀντισήκωμα τῶν ὅσων ἀπέρασα τὴν ἀγάπη τῆς γυναικός μου. Ἀλλοίμονο! Τὴν ηὗρα νὰ κυλιέται μέσ’ ’ς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πρώτου μου ἐξαδέλφου. Ἐννοεῖς; Ἕνα κτύπημα τοῦ λάζου μου ἔφτασε γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἡ ἀπόστασις τοῦ παραθύρου ἀπ’ τὸ δρόμο γιὰ τόν ἄλλο!… Ἔκτοτε ἐζοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου. Τὸ δύστυχο! ἀπέθανε πρὸ δύο ἡμερῶν μακρυά μου. Καὶ τώρα ἔχε γειὰ· δὲν [θ]ὰ μὲ ξαναϊδῇς πλέον.

Παυλοσ Ριβελλησ»